κείμενα/αναφορές
κείμενα/αναφορές

Διονυσιακά 20.251-284

Πρωτότυπο


ὣς φαμένου μείδησε θεὰ χρυσόπτερος Ἶρις, 
ψευδαλέην ἴρηκος ἐρετμώσασα πορείην.                              
καί μιν ἰδὼν Λυκόοργος ἑὴν μαντεύσατο νίκην,
γινώσκων ταχὺν ὄρνιν, ὅτι πτερὰ φοίνια πάλλων
ἀδρανέας δεδάηκε πελειάδας εἰς φόβον ἕλκειν·                   
εἶδε γάρ, εἶδεν ὄνειρον ὁμοίιον, ὡς παρὰ λόχμῃ
χαιτήεις κεκόρυστο λέων λυσσώδεϊ λαιμῷ
καὶ βαλίων ἐλάφων κεραὴν ἐδίωκε γενέθλην.
τοῖον ὄναρ νοέων ἐκορύσσετο θυιάσι Βάκχαις,
Βασσαρίδας κεμάδεσσιν ἀπειρομόθοισιν ἐίσκων,              
καὶ πλέον ἔλλαβε θάρσος, ἀναΐξασα δὲ δαίμων
νεύμασιν Ἡραίοισι προάγγελος ἦλθε Λυαίῳ,
ταρσὰ ποδῶν πτερόεντι περισφίγξασα πεδίλῳ,
ῥάβδον ἐλαφρίζουσα, καὶ ὡς Διὸς ἄγγελος Ἑρμῆς
Βάκχῳ χαλκοχίτωνι δολοπλόκον ἴαχε φωνήν·                     
“γνωτέ, περισσονόοιο Διὸς τέκος, ἔκτοθι χάρμης
ὄργια σεῖο κόμιζε φιλοξείνῳ Λυκοόργῳ.
λεῖπε μόθον, μὴ κτεῖνε φίλους, μὴ φεῦγε γαλήνην,
ἵλαθι μειλιχίοισι·  τίς ἤπιον ἄνδρα δαμάσσει;
μηδὲ τεοῖς ἱκέτῃσιν ἀναστήσειας  ἐνυώ·                               
μὴ τεὸν ἀστερόεντι δέμας θώρηκι καλύψῃς·
μὴ κεφαλὴν σφίγξειας ἀερσιλόφῳ τρυφαλείῃ·
μὴ τρίχα μιτρώσειας ἐχιδνήεντι κορύμβῳ·
ἀλλὰ λιπὼν σέο θύρσα μιαιφόνα, καὶ κέρας οἴνου
ἔμπλεον ἡδυπότοιο καὶ ἠθάδα ῥάβδον ἀείρων,                  
εὔια δῶρα τίταινε φιλοσταφύλῳ Λυκοόργῳ·
ἄρτι δέμας κόσμησον ἀναιμάκτῳ σέο πέπλῳ,
ἄρτι μέλος πλέξωμεν ἀθωρήκτοιο χορείης,
καὶ στρατὸς ἠρεμέων μενέτω παρὰ δάσκιον ὕλην,
μὴ μόθον ἐντύνειε γαληναίῳ βασιλῆι·                                     
ἀλλά, βαλὼν πλοκάμοισι φίλον στέφος, ἔρχεο χαίρων
εἰς δόμον ἀκλήιστον ἑτοιμοτάτου Λυκοόργου,
ἔρχεο κωμάζων ἅτε νυμφίος·  Ἰνδοφόνους δὲ
θύρσους σεῖο φύλαξον ἀπειθέι Δηριαδῆι […]”. 

Μετάφραση στα Νέα Ελληνικά


Αυτά λέγοντας η θεά Ίρις με τα χρυσά φτερά χαμογέλασε ειρωνικά και συνέχισε την πορεία της σαν ένα ψεύτικο γεράκι. Μόλις είδε αυτό ο Λυκούργος, μάντεψε τη δική του νίκη αναγνωρίζοντας το γρήγορο πουλί, που γνώριζε να τρομάζει τα ανίσχυρα περιστέρια χτυπώντας τα κόκκινα σαν αίμα φτερά του. Γιατί είδε, βέβαια, είδε ένα παρόμοιο όνειρο, ότι ένα λιοντάρι με μακριές τρίχες και με λυσσασμένο λαρύγγι κοντά σε μια συστάδα θάμνων κυνηγούσε τη γενιά των παρδαλών ελαφιών με τα κέρατα. Με αυτό το όνειρο πήρε θάρρος για τις Βάχκες, γυναίκες με ιερή μανία, σκεπτόμενος ότι οι Βασσαρίδες είναι μικρά ελάφια χωρίς πείρα. Και έλαβε πολύ μεγαλύτερο θάρρος, όταν ξεκίνησε η θεά Ίριδα με το νεύμα της Ήρας και όταν ήρθε στον Βάκχο τον λυτρωτή να αναγγείλει με σανδάλια στα πόδια, που είχε δέσει γύρω με φτερά κουνώντας ελαφρά στο χέρι το μαγικό σκήπτρο της, και -όπως ακριβώς ο αγγελιαφόρος του Δία, ο Ερμής- φώναζε και αυτή με ραδιούργα φωνή στον Διόνυσο με τον ερυθρό χιτώνα: «Πασίγνωστε, παιδί του Δία που έχει κατανόηση, εκτός από έντονη επιθυμία για μάχη, τις τελετές σου πρόσφερε στον φιλόξενο Λυκούργο. Άφησε τη μάχη, μην σκοτώνεις τους φίλους, μην αποφεύγεις τη γαλήνη, να είσαι ευγενικός με τους ευγενείς. Ποιος θα δαμάσει τον ήσυχο άντρα;  Μην ανασηκώσεις την Ενυώ με τους ικέτες σου. Μην καλύψεις το σώμα σου με θώρακα γεμάτο από αστέρια. Μην συγκρατήσεις το κεφάλι σου με περικεφαλαία με ψηλό λοφίο που ανεμίζει. Μην δέσεις τα μαλλιά σου με κότσο όμοιο με οχιά.  Αλλά άφησε τον αιματηρό θυρσό σου και το κέρας γεμάτο με γλυκό κρασί και σηκώνοντας τη συνήθη ράβδο κατεύθυνε τα δώρα του Βάκχου στον Λυκούργο, που αγαπά το σταφύλι. Τώρα κόσμησε το σώμα σου με το αναίμακτο πέπλο σου. Τώρα ας φτιάξουμε τραγούδι αμέθυστου χορού. Ας μείνει ο στρατός ήρεμος κοντά στο πυκνό δάσος, να μην ετοιμάζει μάχη στον πράο βασιλιά. Αλλά, αφού βάλεις αγαπημένο στεφάνι με βοστρύχους, να έρθεις χαρούμενος στο ανοιχτό σπίτι του προθυμότατου Λυκούργου, να έρθεις με δώρα, γιατί είσαι γαμπρός. Τις ράβδους σου που εξολόθρευσες τους Ινδούς φύλαξέ τες για τον ανυπάκουο Δηριάδη».

Μετάφραση στα Αγγλικά


So he spoke, and goldenwing Iris divine smiled to hear ; then went her way, paddling in the false shape of a falcon. Lycurgos took this vision as an omen of his victory ; for he recognized that the swift bird beating murderous wings knew how to scare away the feeble doves. For he had seen, he had seen another such dream, how a maned lion in the woods with ravening throat all ready gave chase to the horned generation of swift deer. With this dream in his mind he made ready against the frenzied Bacchants, thinking the Bassarids to be hke prickets unacquainted with battle, and felt greater boldness than before. And Iris, by Hera's command, put the winged shoe on her feet, and holding a rod like Hermes the messenger of Zeus, flew up to warn Lyaios of what was coming. To Bacchos in corselet of bronze she spoke deceitful words: " Brother, son of Zeus Allwise, put war aside, and celebrate your rites with Lycurgos, a willing host. Let battle be, slay not your friends, do not refuse peace! Be gracious to the gentle; who will vanquish a humble man? Do not stir up strife against those who ask you for mercy. Do not cover your body with a starspangled corselet; do not enclose your head in a crestlifting helmet; do not entwine your hair with a garland of serpents. Leave your bloodstained rods behind; take your familiar staff and a horn full of your delicious wine, and offer Euian gifts to Lycurgos who loves the grape! Now dress your body in your unblooded tunic, now let us make melody for a dance without corselet, and let your army remain quiet near the shady wood that it may not offer battle to a peaceful king. No, put on your head the garland that you love; go in joy to the open house of Lycurgos ready to welcome, go in revel like a bridegroom, and keep your Indianslaying rods for disobedient Deriades".


Συγγραφέας: Νόννος ο Πανοπολίτης

Γλώσσα : Αρχαία Ελληνικά

Γραμματειακό είδος: Έπος

τοποθεσίες

Συνδεδεμένοι
μύθοι

x
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει την καλύτερη εμπειρία χρήσης. Θεωρούμε ότι αποδέχεστε την αποθήκευση όλων των cookies πατώντας το κουμπί "Αποδοχή"
Αποδοχή