Διονυσιακά 20.166-187
Πρωτότυπο
τοῖος ἔην Λυκόοργος ὁμότροπος· ἀχθοφόρους δὲ
πολλάκις ἐν τριόδοισιν ἀλήμονας ἄνδρας ὁδίτας
δήσας εἰς δόμον εἷλκεν, Ἐνυαλίῳ δὲ τοκῆι
δαιτρεύων ἱέρευε· δαιζομένων δὲ μαχαίρῃ
ἄκρα λαβὼν ἐπύκαζε κακοξείνους πυλεῶνας.
ὡς δ’ ὅτε δυσμενέων μετὰ φύλοπιν ὀψὲ μολόντος
ἀνδρὸς ἀκοντοφόροιο νέης ἀναθήματα νίκης,
ἀσπίδες ἢ πήληκες, ἐπεκρεμόωντο μελάθρῳ,
οὕτω καὶ φονίοιο παρὰ προπύλαια Λυκούργου
ἄκρα ποδῶν καὶ χεῖρες ἐπῃώρηντο θανόντων.
καὶ φόνος ἦν· ξενίου δὲ Διὸς παρὰ γείτονι βωμῷ
ὀθνεῖοι στενάχοντες ἐμιστύλλοντο μαχαίρῃ,
οἷα βόες καὶ μῆλα, περιρραίνοντο δὲ βωμοὶ
σφαζομένων, στικτὴ δὲ κόνις φοινίσσετο λύθρῳ
δώματος ἀμφὶ θύρετρα· βιαζόμενοι δὲ πολῖται
ἀντὶ Διὸς σπεύδοντο θυηπολέειν Λυκοόργῳ.
Οὐδ’ ἔλαθες, Διόνυσε, δολορραφέος φθόνον Ἤρης·
ἀλλὰ πάλιν κοτέουσα τεῇ θεόπαιδι γενέθλῃ
ἄγγελον Ἶριν ἔπεμπε δυσάγγελον, ὄφρά σε θέλξῃ
κλεψινόῳ κεράσασα δόλῳ ψευδήμονα πειθώ·
δῶκε δέ οἱ βουπλῆγα θεημάχον, ὄφρα κομίσσῃ
Ἀρραβίης μεδέοντι, Δρυαντιάδῃ Λυκοόργῳ.
Μετάφραση στα Νέα Ελληνικά
Τέτοιος ήταν ο Λυκούργος, είχε ίδιο τρόπο ζωής. Πολλές φορές σε μέρος όπου συναντώνται τρεις δρόμοι, επειδή φοβόταν τους περιπλανώμενους άντρες, -ταξιδιώτες που κουβουλούσαν φορτία- τους έσερνε προς το σπίτι του και κόβοντάς τους σε κομμάτια τους θυσίαζε στον πατέρα του, τον Ενυάλιο. Τεμαχίζοντάς τους με μαχαίρι, αφού έπαιρνε τα άκρα τους, τα κάλυπτε πυκνά σε αφιλόξενα στεφάνια στολίζοντας τις θύρες του. Όπως ακριβώς ένας άντρας που επιστρέφει με ακόντιο, μετά από τις εχθρικές κραυγές της νέας του νίκης και κρεμά στη στέγη του ασπίδες ή περικεφαλαίες, έτσι και στη φονική είσοδο του σπιτιού του Λυκούργου κρεμόντουσαν τα άκρα των ποδιών και χεριών των πεθαμένων. Ήταν ανθρωποκτονία. Στον γειτονικό ναό του Δία ξένοι θρηνώντας κοβόντουσαν σε κομμάτια με μαχαίρι, όπως ακριβώς τα βόδια και τα πρόβατα, οι ναοί των σφαγμένων ραντίζονταν τριγύρω, ενώ η στιγματισμένη κόκκινη σκόνη από το ακάθαρτο αίμα υπήρχε στην πόρτα του σπιτιού του. Οι πολίτες αναγκασμένοι έσπευδαν να θυσιάσουν στον Λυκούργο αντί στον Δία. Εσύ, Διόνυσε, δεν έμεινες απαρατήρητος από τον φθόνο της ραδιούργας Ήρας. Και πάλι οργισμένη με τη δική σου οικογένεια, καθώς ήσουν τέκνο θεών, έστελνε την αγγελιαφόρο Ίριδα, αγγελιαφόρο κακών, για να ξεγελάσει το μυαλό σου με δόλο και με ψεύτικη πειθώ. Και της έδωσε αμαρτωλό τσεκούρι για τη σφαγή των βοδιών, για να το δώσει στον Λυκούργο, τον γιο του Δρύαντα, βασιλιά της Αραβίας.
Μετάφραση στα Αγγλικά
Lycurgos was one of the same kind. Often with loads on their backs, he had them bound and dragged to his house, and then sacrificed them to Enyalios his father ; they were cut to pieces with knives, [170] and he took their extremities to decorate his inhospitable gates. As a man who returns at last spear in hand from war with his enemies, and hangs up in the hall shields or helmets as trophies of a new victory, so on the blood-stained portals of Lycurgos the feet and hands of dead men were hung. It was massacre: at the neighbouring altar of Zeus, the Strangers' God, groaning strangers were cut piecemeal like so many oxen and sheep, and the altars were drenched in the blood of the slain, the dust was spotted with red gore about the gates of the dwelling. [180] The people under this tyranny made haste to sacrifice to Lycurgos instead of Zeus. But you, Dionysos, did not escape the jealousy of trickstitching Hera. Still resentful of your divine birth, she sent her messenger Iris on an evil errand, miingling treacherous persuasion wdth craft, to bewitch you and deceive your mind ; and she gave her an impious poleaxe, that she might hand it to the king of Arabia, Lycurgos Dryas' son.
Συνδεδεμένοι
μύθοι