Metamorphoses 6.702-721
Πρωτότυπο
Haec Boreas aut his non inferiora locutus
excussit pennas: quarum iactatibus omnis
adflata est tellus latumque perhorruit aequor.
Pulvereamque trahens per summa cacumina pallam
verrit humum pavidamque metu caligine tectus
Orithyian amans fulvis amplectitur alis.
Dum volat, arserunt agitati fortius ignes.
Nec prius aerii cursus suppressit habenas,
quam Ciconum tenuit populos et moenia raptor.
Illic et gelidi coniunx Actaea tyranni
et genetrix facta est, partus enixa gemellos,
cetera qui matris, pennas genitoris haberent.
Non tamen has una memorant cum corpore natas,
barbaque dum rutilis aberat subnixa capillis,
implumes Calaisque puer Zetesque fuerunt.
Mox pariter pennae ritu coepere volucrum
cingere utrumque latus, pariter flavescere malae.
Ergo ubi concessit tempus puerile iuventae,
vellera cum Minyis nitido radiantia villo
per mare non notum prima petiere carina.
Μετάφραση στα Νέα Ελληνικά
Αυτά ο Βορέας - και όχι λιγότερα - αφού είπε, τίναξε τα φτερά του, και όλη η γη ταράχτηκε και αναρρίγησε το πλατύ πέλαγος. Και τον σκονισμένο μανδύα αφού τράβηξε, σάρωσε μέσω των ύψιστων κορυφών τη σειόμενη γη. Και ερωτευμένος, καλυμμένος με μαύρο σύννεφο, αγκαλιάζει την τρομαγμένη Ωρείθυια με τα χρυσά φτερά του. Ενώ πετούσε, καιγόταν από πολύ δυνατή και βίαιη φωτιά. Και δεν σταμάτησε νωρίτερα τον αέρινο δρόμο, παρά μόνο αφού ο άρπαγας έφτασε στον λαό και τα τείχη των Κικόνων. Εκεί η Ακταία, η σύζυγος του παγωμένου τυράννου έγινε μητέρα, γεννώντας δίδυμα, τα οποία έμοιαζαν σε όλα στη μητέρα τους, αλλά είχαν φτερά από τον πατέρα τους. Όμως για αυτά δεν αναφέρουν κάτι, γιατί γεννήθηκαν χωρίς φτερά ο Κάλαης και ο Ζήτης και ήταν χωρίς φτερά, όσο το γένι έλειπε κάτω από τα ξανθά μαλλιά τους. Σύντομα άρχισαν να βγάζουν φτερά στα δυο πλευρά τους, όπως τα πουλιά, ενώ αμέσως τα ζυγωματικά τους ξάνθυναν. Τελικά, όταν ο χρόνος της παιδικής ηλικίας πέρασε και έγιναν νέοι, το χρυσόμαλλο δέρας αναζήτησαν στην άγνωστη θάλασσα μαζί με τους Μινύες, με το καλύτερο πλοίο.
Μετάφραση στα Αγγλικά
And now impetuous Boreas, having howled resounding words, unrolled his rustling wings - that fan the earth and ruffle the wide sea - and, swiftly wrapping untrod mountain peaks in whirling mantles of far-woven dust, thence downward hovered to the darkened world; and, canopied in artificial night of swarthy overshadowing wings, caught up the trembling Orithyia to his breast: nor did he hesitate in airy course until his huge wings fanned the chilling winds around Ciconian Walls. There, she was pledged the wife of that cold, northern king of storms; and unto him she gave those hero twins, endowed with wings of their immortal sire, and graceful in their mother's form and face. Their bird-like wings were not fledged at their birth and those twin boys, Zetes and Calais, at first were void of feathers and soft down. But when their golden hair and beards were grown, wings like an eagle's came; - and feather-down grew golden on their cheeks: and when from youth they entered manhood, quick they were to join the Argonauts, who for the Golden Fleece, sought in that first ship, ventured on the sea.
Συνδεδεμένοι
μύθοι