Dionysiaca 19.100-129
Original
δεύτερος αἰόλον ὕμνον ἄναξ Οἴαγρος ὑφαίνων,
ὡς γενέτης Ὀρφῆος, ὁμέστιος ἠθάδι Μούσῃ,
δίστιχον ἁρμονίην ἀνεβάλλετο Φοιβάδι μολπῇ,
παυροεπής, λιγύμυθος, Ἀμυκλαίῳ τινί θεσμῷ·
‘Εὐχαίτην Ὑάκινθον ἀνεζώγρησεν Ἀπόλλων,
καὶ Στάφυλον Διόνυσος ἀεί ζώοντα τελέσσει.’
οὔ πω κῶμος ἔληγεν, ἐπεφθέγξαντο δὲ λαοὶ
εὐφήμοις ἐπέεσσιν ὁμογλώσσων ἀπό λαιμῶν,
καὶ Σάτυροι σμαράγησαν ἀολλέες· ἐκ δὲ θοώκου
ἄστατος ἅλλετο Βάκχος, ἄνω καὶ ἔνερθε τινάσσων
δεξιτερήν, καὶ Βότρυς ἀνέδραμεν, εὐάδι φωνῇ
ἁρμονίην εὔρυθμον ἀοιδοπόλοιο γεραίρων·
Οἰάγρου δὲ κάρηνον ἄναξ ἐστέψατο κισσῷ,
καὶ γενέτης Ὀρφῆος ἐπιρρήσσων χθόνα ταρσῷ
ἄσμενος ἄζυγα ταῦρον ἐδέξατο μισθὸν ἀοιδῆς·
ἀμφὶ δέ μιν στοιχηδὸν ἐπεσκίρτησαν ἑταῖροι.
καί τράγον εὐρυγένειον, ἄχος καὶ ζῆλον ἀέξων,
αἰδομέναις παλάμῃσιν ἀνείρυσεν ἀστὸς Ἀθήνης.
Εὐχαίτης δ᾽ Ἰόβακχος, ἀφειδέι χειρὶ κομίζων,
ἄξια θῆκεν ἄεθλα χοροπλεκέος περί νίκης,
γηραλέου κρητῆρα θυώδεος ἔγκυον οἴνου,
χρύσεον, ἄσπετα μέτρα κεχανδότα, διψάδι γαίῃ
ἰκμάδα τετραέτηρον ἀναβλύζοντα Λυαίου,
Ἡφαίστου σοφὸν ἔρυον Ὀλύμπιον, ὅν ποτε Κύπρις
ὤπασε βοτρυόεντι κασιγνήτῳ Διονύσῳ·
μείονα δὲ κρητῆρα μέσῳ παρέθηκεν ἀγῶνι
ἀργύρεον, στίλβοντα, περίτροχον, ὅν ποτε Βάκχῳ
δῶκεν ἄναξ Ἀλύβης ξεινήιον οἰκία ναίων,
ἀφνειὴν παρὰ πέζαν, ὅπῃ χθονίοιο μετάλλου
ἀργυρέοις ἀγκῶσι μέλας λευκαίνετο κευθμών
Translation in Greek
Δεύτερος ο βασιλιάς Οίαγρος έπλεξε ένα γρήγορο τραγούδι, ως πατέρας του Ορφέα που έχει τη Μούσα σύντροφό του. Μόνο ένα αρμονικό δίστιχο τραγούδησε με θεόπνευστη μελωδία, σύντομος και λιγόλογος σε κάποιο Αμυκλαίο μέτρο. «Ο Απόλλωνας θα ζωντανέψει πάλι τον καλλίκωμο Υάκινθο και ο Διόνυσος θα κάνει τον Στάφυλο να ζήσει για πάντα». Πριν τελειώσει το τραγούδι, το πλήθος ξέσπασε σε κολακευτικά λόγια με μια φωνή και οι Σάτυροι βρυχήθηκαν όλοι μαζί. Ο Βάκχος πήδηξε βιαστικά από το κάθισμά του τινάζοντας το δεξί του χέρι πάνω και κάτω. Ο Βότρυς έτρεξε κι αυτός φωνάζοντας και επιδοκιμάζοντας τις μουσικές αρμονίες του αοιδού. Ο βασιλιάς στεφάνωσε τον Οίαγρο στο κεφάλι με κισσό και ο πατέρας του Ορφέα χτύπησε με δύναμη το πόδι του στο έδαφος, καθώς δεχόταν με χαρά τον άζευτο ταύρο, το βραβείο για το τραγούδι του, ενώ οι υπόλοιποι χόρευαν γύρω του στη σειρά. Και ο άντρας της Αθήνας έβγαλε έξω τον γενειοφόρο τράγο, γεμάτος θλίψη και ζήλεια, και με χέρια γεμάτα ντροπή. Τώρα ο Ιόβακχος με τα όμορφα μαλλιά έφερε στα γενναιόδωρα χέρια του έπαθλα έξοχα που τα πρόσφερε για τη νίκη στους ενωμένους σε σειρά χορευτές. Έναν χρυσό κρατήρα γεμάτο με παλιό αρωματικό κρασί, που έπαιρνε άπειρες μερίδες κρασιού, χύνοντας στη διψασμένη γη τον τεσσάρων ετών χυμό του Λυαίου. Αυτό ήταν ένα Ολύμπιο δημιούργημα του Ηφαίστου, το οποίο κάποτε η Κύπρις έδωσε στον αδεlφό της, Διόνυσο, θεό του κρασιού. Ένα μικρότερο ασημένιο κύπελλο τοποθέτησε στο μέσον του αγωνιστικού χώρου, γυαλιστερό και στρόγγυλο, το οποίο κάποτε είχε δεχθεί ο Βάκχος ως δώρο φιλοξενίας από τον βασιλιά Αλύβη, ο οποίος ζούσε στην πλούσια γη, όπου η μαύρη σπηλιά του μετάλλου της γης γινόταν λευκή με τα ασημένια εξογκώματα.
Translation in English
Second, my lord Oiagros wove a winding lay, as the father of Orpheus who has the Muse his boon companion. Only a couple of verses he sang, a ditty of Phoibos, clearspoken in few words after some Amyclaian style: "Apollo brought to life again his longhaired Hyacinthos: Staphylos will be made to live for aye by Dionysos." Before the ceremonial was well ended, the people broke out into loud acclamations of propitious words with one voice and one tongue, and all the Satyrs roared. Bacchos leapt from his seat in haste, waving his right hand up and down; Botrys ran up, crying Euoi and applauding the musical harmonies of the harper. The Lord crowned Oiagros's head with ivy, and the father of Orpheus stamped his foot on the ground, as he accepted with joy the untamed bull, the prize of the singing, while his companions danced round him in a row. The man of Athens carried off the bearded goat with shamed hands, full of sorrow and envy. Now Iobacchos with flowing hair brought out worthy prizes in his generous hand, offered for victory in the woven dance: a mixer teeming with old fragrant wine, a golden bowl which held infinite measures, spilling on the thirsty earth Lyaios's juice of four years old. This was an Olympian work of Hephaistos the great master, which Cypris once gave to her brother Dionysos of the vine. A lesser bowl also he set before the assembly, solid silver, shining and round, which Bacchos had once received as a guestgift from the king of Alybe; who lived in the rich country where the black hole of the mines in the earth was whitened with silver nooks.
Related
Myths