κείμενα/αναφορές
κείμενα/αναφορές

Διονυσιακά 21.120-146

Πρωτότυπο


Τοῖα μὲν οἰστρήεντι δόλῳ κυμαίνετο βούτης                        
δαιτρεύων ἑὰ τέκνα, καὶ υἱέας εἰλαπινάζων
παιδοβόροις γενύεσσι· νοοσφαλέων δὲ βοτήρων
ἄτροφον ἀρσενόπαιδα τόκον τυμβεύσατο γαστὴρ ...
Νυμφάων παλάμῃσι· πολυγνάμπτοις δὲ πετήλοις
ἀμφιπαγὴς πεπέδητο, καὶ οὐ γόνυ κάμψε Λυαίῳ,                
οὐ Διὶ χεῖρα τίταινεν, ἀλεξήτειραν ἀνάγκης,
οὐ βροντῆς φόβον εἶχεν· ἀπειλήσας δὲ προσώπῳ
χώετο Βασσαρίδεσσιν· ἐπεσσυμένην δὲ καρήνῳ
ἀστεροπὴν ἐνόησε, καὶ οὐχ ὑπόειξε Λυαίῳ.
βάλλετο δ’ ἔνθα καὶ ἔνθα, πολυσπερέων δὲ βολάων            
τοσσατίην ἕστηκε μένων ἀντίξοον ὁρμήν,                                    
Ἄρεα μοῦνον ἔχων χραισμήτορα, μοῦνος ἐρίζων
Ζηνί, Ποσειδάωνι, Ῥέῃ, Χθονί, Νηρέι, Βάκχῳ.
καὶ μογέων ἀχάλινον ἀπερροίβδησεν ἰωήν·
Ἅψατε πῦρ, φλέξωμεν ὅλον φυτόν, ἐν πυρὶ κείσθω                      
Βακχικὰ ταῦτα πέτηλα, καὶ αἰθομένας διὰ πόντου                      
ἡμερίδας ῥίψωμεν ὑποβρυχίῳ Διονύσῳ,
ἠνορέης Ἀράβων σημήιον· ἀλλὰ καὶ αὐτὴ
δεξαμένη κατὰ κῦμα Θέτις πυρίκαυτον ὀπώρην
τέφρην ἀμπελόεσσαν ἀποσβέσσειε θαλάσσῃ.                      
λύσατε φάσματα ταῦτα καὶ αἰόλα μάγγανα δεσμῶν·                 
μάγγανα Νηρεΐδων Ποσιδήια ταῦτα δοκεύω·
λύσατε, καὶ ῥοθίοις με πελάσσατε· μαντιπόλῳ γὰρ
Πρωτέι φαρμακόεντι κορύσσομαι· ἅψατε πεύκην,
ὄφρα μολὼν παρὰ πόντον ἐμῷ ποινήτορι θυμῷ                
ξεινοδόκον Βρομίοιο καταφλέξω Μελικέρτην.”                                                       

Μετάφραση στα Νέα Ελληνικά


Με τέτοιο μανιώδη δόλο ταρακουνιόταν ο βοσκός, που τεμάχιζε τα δικά του τέκνα και παρέθετε ως λαμπρό και επίσημο συμπόσιο τους γιους σε σαγόνια που καταβροχθίζουν παιδιά. Και η κοιλιά των βοσκών, που οδηγήθηκαν στην παραφρόνηση, έγινε ο τάφος για το αδύναμο αρσενικό παιδί. Ο Λυκούργος ηττήθηκε από τα χέρια των Νυμφών. Περιτριγυρισμένος από τα γεμάτα διακλαδώσεις, μεγάλα κλαδιά ήταν σφικτά δεμένος και δεν μπορούσε να λυγίσει το γόνατο στον Βάκχο. Ούτε το χέρι -που είχε ανάγκη για προστασία- μπορούσε να τεντώσει στον Δία ούτε φοβόταν τον κεραυνό. Ήταν θυμωμένος με τις Βασσαρίδες και τις απειλούσε κατά πρόσωπο. Κατάλαβε την ορμητική αστραπή που έπεσε στο κεφάλι του, αλλά δεν ενέδωσε στον Διόνυσο. Και παρόλο που βαλλόταν εδώ και εκεί από χτυπήματα που εξαπλώνονταν τριγύρω, στάθηκε υπομένοντας την τόσο μεγάλη εχθρική επίθεση. Έχοντας μόνο τον Άρη για προστάτη, μόνος μάλωνε με τον Δία, τον Ποσειδώνα, τη Ρέα, με τη Γη, τον Νηρέα και τον Διόνυσο. Και κουρασμένος έβγαλε ανεξέλεγκτη κραυγή: «Ανάψτε φωτιά, ας κάψουμε όλο το φυτό, να κείτονται στη φωτιά αυτά τα βακχικά μεγάλα κλαδιά, και ας τα ρίξουμε στη θάλασσα στον υποβρύχιο Διόνυσο τα καμένα αμπέλια ως σημάδι της ανδρείας των Αράβων. Αλλά, αφού δεχθεί η ίδια η Θέτιδα τα πυρακτωμένα κλαδιά στα κύματα, να σβήσει τη στάχτη από το πλούσιο αμπέλι στη θάλασσα. Να λύσετε αυτές τις συμφορές και τις δόλιες παγίδες των δεσμών. Τις ποσειδώνιες γητείες των Νηρηίδων, αυτές εννοώ. Να με λύσετε και με φέρετε κοντά στα κύματα. Γιατί οπλίζομαι ενάντια στον μαγικό Πρωτέα, που βρίσκεται σε θεϊκή έκσταση. Ανάψτε έναν πυρσό για να πάω στη θάλασσα και με την τιμωρητική μου οργή να κατακάψω τον Μελικέρτη που φιλοξενεί τον Διόνυσο.

 

 

Μετάφραση στα Αγγλικά


So the oxherd, seething by the god's maddening device, carved up his children, and feasted on his own sons with child-devouring jaws: the belly of delirious drovers was the tomb of their own boys, whom they should have cared for. All the while Lycurgos was beaten by the Nymphs' hands. He was fast bound with many knots of leafage smothering him. Yet he bent not a knee before Lyaios, held not out a hand to Zeus for mercy in his extremity, feared not the thunder, but glared with fury at the Bassarids. He saw the lightning flash against his head, and would not yield to Lyaios.  Blows fell on him from all sides, but he stood unmoved by all this impetuous onslaught of innumerable blows, facing alone Zeus, Poseidaon, Rheia, Earth, Nereus, Bacchos, with only Ares to help him; and in his pain he shrieked out unbridled defiance; “Make fire, let us burn all this stuff, let all these Bacchic leaves lie in the flames! Let us throw the blazing gardenvines into the sea for Dionysos in the deeps, to show the courage of Arabs! Let Thetis herself catch the scorched fruit in the waves,  and quench the burning viny ashes in the sea! Loose these phantasms, this cunning witchery of bonds! I see here witchery of the Nereids and Poseidon. Loose me and bring me to the sea! I will take arms against this prophet-wizard Proteus. Light a torch, that I may go down to the sea in my avenging wrath, and set fire to Mehcertes" the entertainer of Bromios!”

Συγγραφέας: Νόννος ο Πανοπολίτης

Γλώσσα : Αρχαία Ελληνικά

Γραμματειακό είδος: Έπος

τοποθεσίες

Συνδεδεμένοι
μύθοι

x
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει την καλύτερη εμπειρία χρήσης. Θεωρούμε ότι αποδέχεστε την αποθήκευση όλων των cookies πατώντας το κουμπί "Αποδοχή"
Αποδοχή