Of the Sorrows of Love 36.1-6
Original
Λέγεται δὲ καὶ Ῥῆσον, πρὶν ἐς Τροίαν ἐπίκουρον ἐλθεῖν, ἐπὶ πολλὴν γῆν ἰέναι προσαγόμενόν τε καὶ δασμὸν ἐπιτιθέντα. Ἔνθα δὴ καὶ εἰς Κίον ἀφικέσθαι κατὰ κλέος γυναικὸς καλῆς· Ἀργανθώνη αὐτῇ ὄνομα. Αὕτη τὴν μὲν κατ᾿ οἶκον δίαιταν καὶ μονὴν ἀπεστύγει, ἀθροισαμένη δὲ κύνας πολλοὺς ἐθήρευεν οὐ μάλα τινὰ προσιεμένη. Ἐλθὼν οὖν ὁ Ῥῆσος εἰς τόνδε τὸν χῶρον βίᾳ μὲν αὐτὴν οὐκ ἦγεν, ἔφη δὲ θέλειν αὐτῇ συγκυνηγεῖν· καὶ αὐτὸς γὰρ ὁμοίως ἐκείνῃ τὴν πρὸς ἀνθρώπους ὁμιλίαν ἐχθαίρειν· ἡ δὲ ταῦτα λέξαντος ἐκείνου κατῄνεσε πειθομένη αὐτὸν ἀληθῆ λέγειν. Χρόνου δὲ πολλοῦ διαγενομένου εἰς πολὺν ἔρωτα παραγίνεται τοῦ Ῥήσου· καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἡσυχάζει αἰδοῖ κατεχομένη· ἐπειδὴ δὲ σφοδρότερον ἐγίνετο τὸ πάθος, ἀπετόλμησεν εἰς λόγους ἐλθεῖν αὐτῷ, καὶ οὕτως ἐθέλων αὐτὴν ἐκεῖνος ἠγάγετο γυναῖκα. Ὕστερον δέ, πολέμου γενομένου τοῖς Τρωσί, μετῄεσαν αὐτὸν οἱ βασιλεῖς ἐπίκουρον· ἡ δὲ Ἀργανθώνη, εἴτε καὶ δι᾿ ἔρωτα, ὃς πολὺς ὑπῆν αὐτῇ, εἴτε καὶ ἄλλως καταμαντευομένη τὸ μέλλον, βαδίζειν αὐτὸν οὐκ εἴα. Ῥῆσος δὲ μάλα κακιζόμενος ἐπὶ [τῇ] μονῇ οὐκ ἠνέσχετο, ἀλλὰ ἦλθεν εἰς Τροίαν καὶ μαχόμενος ἐπὶ ποταμῷ τῷ νῦν ἀπ᾿ ἐκείνου Ῥήσῳ καλουμένῳ, πληγεὶς ὑπὸ Διομήδους ἀποθνήσκει. Ἡ δὲ ὡς ᾔσθετο τεθνηκότος αὐτοῦ, αὖτις ἀπεχώρησεν εἰς τὸν τόπον, ἔνθα ἐμίγη πρῶτον αὐτῷ, καὶ περὶ αὐτὸν ἀλωμένη θαμὰ ἐβόα τοὔνομα τοῦ Ῥήσου· τέλος δὲ σῖγα τῷ ποταμῷ προσημένη διὰ λύπην ἐξ ἀνθρώπων ἀπηλλάγη.
Translation in Greek
Λέγεται και για τον Ρήσο, ότι πριν έρθει σύμμαχος στην Τροία, σε πολλούς τόπους πήγε και τους προσάρτησε και επέβαλε σε αυτούς δασμούς. Από εκεί έφτασε και στην Κίο, από τη φήμη μιας όμορφης γυναίκας, Αργανθώνη το όνομά της. Αυτή απεχθανόταν τα οικιακά, και μαζεύοντας πολλούς σκύλους κυνηγούσε και δεν ήθελε κάποιον να τη συνοδεύει. Όταν λοιπόν ήρθε ο Ρήσος σε αυτήν εδώ τη χώρα, δεν την πήρε με βία, αλλά της είπε πως επιθυμεί να κυνηγήσουν μαζί. Διότι, και αυτός, όμοια με εκείνη, μισούσε τη συναναστροφή με τους ανθρώπους. Εκείνη, μόλις μίλησε έτσι ο Ρήσος, δέχθηκε, πιστεύοντας πως λέει την αλήθεια. Δεν πέρασε αρκετός καιρός και ερωτεύτηκε πολύ τον Ρήσο. Και στην αρχή δεν έλεγε τίποτα, επειδή ντρεπόταν, όταν όμως έγινε σφοδρότερο το πάθος της, τόλμησε να του μιλήσει κι έτσι με τη θέλησή της, την πήρε κοντά του για γυναίκα. Ύστερα, όταν γινόταν ο πόλεμος στους Τρώες, οι βασιλείς τού ζήτησαν να συμμετάσχει. Η Αργανθώνη, είτε από τον μεγάλο έρωτα της, είτε διαισθανόμενη εκτός των άλλων το μέλλον, δεν του επέτρεπε να πάει. Όμως, ο Ρήσος δεν ανεχόταν να κατηγορηθεί για έλλειψη ανδρείας μένοντας στο σπίτι κι έτσι ήρθε στην Τροία και μαχόμενος στον ποταμό που τώρα από εκείνον έχει πάρει το όνομά του, χτυπημένος από τον Διομήδη, πεθαίνει. Η Αργανθώνη όταν έμαθε τον θάνατό του, αναχώρησε για τον τόπο, όπου για πρώτη φορά ενώθηκε με αυτόν κι εκεί, περιπλανώμενη, συχνά φώναζε το όνομα του Ρήσου. Στο τέλος σώπασε, κάθισε δίπλα στον ποταμό και από τη λύπη της απαλλάχτηκε από τα ανθρώπινα.
Translation in English
Rhesus, so the story goes, travelled to many countries before he went to help Troy, subduing them and imposing tributes; and in the course of his career he came to Cius, attracted by the fame of a beautiful woman called Arganthone. She had no taste for indoor life and staying at home, but got together a great pack of hounds and would hunt with them, never allowing anyone to accompany her. When Rhesus came to this place, he made no attempt to take her by force, but professed a desire to hunt with her, saying that, like her, he hated the company of men; and she was delighted at what he said, believing that he was speaking the truth. After some considerable time had passed, she fell deeply in love with him: at first, restrained by shame, she would not confess her affection; but then, her passion growing stronger, she took courage to tell him, and so by mutual consent he took her to wife. Later on, when the war with Troy broke out, the princes on the Trojan side sent to fetch him as an ally; but Arganthone, either because of her very great love for him, or because she somehow knew the future, would not let him go. But Rhesus could not bear being thought unmanly by staying at home. He went to Troy, and there, fighting at the river now called by his name, was wounded by Diomedes and died. Arganthone, when she heard of his death, went once more to the place where they had first come together, and wandering about there called unceasingly “Rhesus, Rhesus”, until at last, refusing all meat and drink from the greatness of her sorrow, she passed away from among mankind.