κείμενα/αναφορές
κείμενα/αναφορές

Διονυσιακά 21.1-32

Πρωτότυπο


Οὐδὲ Δρυαντιάδης προτέρης ἐπελήσατο χάρμης·
ἀλλὰ λαβὼν βουπλῆγα τὸ δεύτερον ἔνδοθι λόχμης
ἔθνεα Βασσαρίδων διζήμενος.  Ἀμβροσίῃ δὲ
δῶκε μένος καὶ θάρσος ἀρειμανές οὐράνιος Ζεύς,                   
ἣ τότε βακχευθεῖσα κατάσχετος οἴδματι λύσσης                       
μάρμαρον ἠέρταζε, καταιχμάζουσα Λυκούργου,
καὶ βριαρήν τρυφάλειαν ἀπεστυφέλιξε κομάων.
αὐτὰρ ὁ θαρσήεις ἐπεμάρνατο μείζονι πέτρῳ
τρηχαλέῳ, καὶ στέρνα βοώπιδος ἤλασε Νύμφης·                    
οὐδέ μιν ἐπρήνιξε, χόλῳ δ’ ἀνενείκατο φωνήν·                         
“ Ἆρες, ἄναξ πολέμοιο, πάτερ κρατεροῖο Λυκούργου,
αἰδόμενος σκοπίαζε τεὸν γόνον ἀντὶ Λυαίου
οὐτιδανήν ἀσίδηρον ὀιστεύοντα γυναῖκα.                                
πόντος ἐμόν βουπλῆγα βιάζεται· ἐν ῥοθίοις γὰρ
κρύπτετο μὲν Διόνυσος, ἐγὼ δ’ ἄπρηκτος ὁδεύων                  
ἵξομαι εἰς ἐμὸν ἄστυ, πόνον δ’ ἀτέλεστον ἀνήσω.”
Ἔννεπεν· Ἀμβροσίην δὲ μέσην γυιαλκέι δεσμῷ
χειρὶ λαβὼν ἐπίεζε· καὶ ἤθελε δεσμὰ καθάψαι,                     
οἷα δορικτήτην μετανάστιον εἰς δόμον ἕλκων,
παιδοκόμον Βρομίοιο φέρων θιασώδεα Νύμφην,              
ἀμφιτόμῳ βουπλῆγι μετάφρενα δούλια νύσσων.
οὐ δέ μιν ἱσταμένην ἀνεσείρασεν, οὐδέ ἑ λύθρῳ
ἀρτιχύτῳ φοίνιξεν ἀρασσομένοιο καρήνου·                          
ἀλλά φύγε θρασὺν ἄνδρα καὶ εὔξατο μητέρι Γαίῃ
Ἀμβροσίη κροκόπεπλος, ὅπως Λυκόοργον ἀλύξῃ.                 
Γαῖα δὲ καρποτόκεια πετασσαμένη κενεῶνα
ἀμφίπολον Βρομίοιο φιλήτορι δέξατο κόλπῳ
Ἀμβροσίην ζώουσαν· ἀιστωθεῖσα δὲ Νύμφη                         
εἰς φυτόν εἶδος ἄμειψε καὶ ἀμπελόεις πέλεν ὄρπηξ·
σειρὴν δ’ αὐτοέλικτον ἐπιπλέξασα Λυκούργου                        
ἀγχονίῳ σφήκωσεν ὁμόζυγον αὐχένα δεσμῷ,
μαρναμένη μετά θύρσον ἀπειλητῆρι κορύμβῳ.

Μετάφραση στα Νέα Ελληνικά


Ούτε ο γιος του Δρύαντα ξέχασε την προηγούμενη έντονη επιθυμία για μάχη. Αλλά, αφού πήρε το τσεκούρι για τα βόδια και για δεύτερη φορά, στάθηκε μέσα σε μια συστάδα θάμνων αναζητώντας το πλήθος των Βασσαρίδων. Έδωσε ο επουράνιος Δίας στην Αμβροσία δύναμη και πολεμοχαρές θάρρος, η οποία τότε, όταν τελούσε τα μυστήρια του Διονύσου κυριευμένη από μεγάλη ένθεο μανία, σήκωσε ψηλά την πέτρα και, αφού έριξε κάτω τον Λυκούργο, απομάκρυνε την ισχυρή περικεφαλαία από τα μαλλιά του. Όμως ο θαρραλέος άντρας πολεμούσε με μια πιο μεγάλη σκληρή πέτρα, την οποία πέταξε στο στήθος της Νύμφης με τα μεγάλα και στρογγυλά μάτια. Δεν την έριξε κάτω, είπε όμως ορμητικά: «Άρη, βασιλιά του πολέμου, πατέρα του ισχυρού Λυκούργου, παρατήρησε το παιδί σου να ντροπιάζεται που ρίχνει βέλη όχι εναντίον του Λυαίου, αλλά μιας ανάξιας, άοπλης γυναίκας. Η θάλασσα είναι πολύ δυνατή για το τσεκούρι μου, γιατί μέσα στα κύματα κρυβόταν ο Διόνυσος, ενώ εγώ πορεύομαι και θα φτάσω άπραγος στην πόλη μου και θα αφήσω τον κόπο μου ανεκπλήρωτο». Αυτά είπε. Πίεζε την Αμβροσία, αφού την άρπαξε από τη μέση με το δυνατό του χέρι. Ήθελε να τη δέσει με δεσμά, σαν να την είχε σύρει ως αιχμάλωτο λάφυρο περιπλανώμενο στο σπίτι του, να φέρει τη γιορτινή Νύμφη του Διονύσου να φροντίζει τα παιδιά του  τρυπώντας την με το δίκοπο τσεκούρι του στη δουλική της πλάτη. Αλλά αυτή, επειδή στεκόταν όρθια, δεν μπορούσε να την περιορίσει, ούτε μπορούσε να την τραυματίσει πιέζοντας το χτυπημένο κεφάλι από το ακάθαρτο αίμα, που μόλις χύθηκε. Αλλά η Αμβροσία με το κίτρινο πέπλο ξέφυγε από τον γενναίο άντρα και προσευχήθηκε στη Μητέρα Γη για τη διαφυγή της από τον Λυκούργο. Η καρποφόρα Γη, αφού άνοιξε ένα βάραθρο, δέχθηκε στην αγαπημένη της αγκαλιά την πιστή ακόλουθο του Διονύσου, τη δυνατή Αμβροσία. Αφού εξαφανίστηκε η Νύμφη, μεταμορφώθηκε σε φυτό και έγινε νέο κλαδί αμπελιού. Αυτή, αφού έπλεξε βλαστό που περιστρεφόταν μόνος του, περικύκλωσε τον Λυκούργο και τον περίδεσε σφικτά με δεσμό σαν βρόχο στον λαιμό. Μανιασμένη τώρα μαχόταν με τα απειλητικά κλαδιά της, όπως προηγουμένως αυτός με τον θυρσό.

Μετάφραση στα Αγγλικά


Nor did Dryas’ son forget the first combat. He seized the poleaxe, and a second time went in search of the troops of Bassarids in the forest. But heavenly Zeus gave courage and warlike boldness to Ambrosia, and then possessed of a wave of wild madness she raised a stone and hurled it at Lycurgos, knocking off the ponderous helmet from his locks. But he boldly attacked with a larger stone all jagged, and drove at the chest of the soft-eyed nymph.  He did not overthrow her however, and he cried out in rage - "Ares, lord of war, father of strong Lycurgos! Can you see without shame your son attacking a weak unarmed woman, instead of Lyaios? The sea is too strong for my poleaxe, for Dionysos was hidden in the waves; I have had my journey in vain, and Ι will return to my own city, and leave my task unfinished." He spoke, and seizing Ambrosia round the waist he held her fast in his limb-compressing hands; he wished to throw her into bonds and to drag her to his house like a captive foreigner, to drive off  a nymph from the company of Bromios's nurses, pricking her slave's back with the doubleheaded poleaxe. But she stood, and he could not drag her away, nor could he smash her skull in a mess of blood. Saffronrobe Ambrosia fled the bold man and prayed to Mother Earth to save her from Lycurgos. And the Earth, mother of all fruits, opened a gulf, and received Ambrosia the nurse of Bromios alive in a loving embrace." The nymph disappeared and changed her shape to a plant—she became a vineshoot,  which of itself coiled its winding cord round the neck of Lycurgos and throttled him with a tight noose, battling now with threatening clusters as once with the thyrsus.


Συγγραφέας: Νόννος ο Πανοπολίτης

Γλώσσα : Αρχαία Ελληνικά

Γραμματειακό είδος: Έπος

τοποθεσίες

Συνδεδεμένοι
μύθοι

x
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει την καλύτερη εμπειρία χρήσης. Θεωρούμε ότι αποδέχεστε την αποθήκευση όλων των cookies πατώντας το κουμπί "Αποδοχή"
Αποδοχή