reference texts
reference texts

Metamorphoses 13.536-564

Original


Adspicit eiectum Polydori in litore corpus
factaque Threiciis ingentia vulnera telis;
Troades exclamant, obmutuit illa dolore,
et pariter vocem lacrimasque introrsus obortas
devorat ipse dolor, duroque simillima saxo              
torpet et adversa figit modo lumina terra,
interdum torvos sustollit ad aethera vultus,
nunc positi spectat vultum, nunc vulnera nati,
vulnera praecipue, seque armat et instruit ira.
Qua simul exarsit, tamquam regina maneret,              
ulcisci statuit poenaeque in imagine tota est,
utque furit catulo lactente orbata leaena
signaque nacta pedum sequitur, quem non videt, hostem,
sic Hecabe, postquam cum luctu miscuit iram,
non oblita animorum, annorum oblita suorum,            
vadit ad artificem dirae, Polymestora, caedis
conloquiumque petit; nam se monstrare relictum
velle latens illi, quod nato redderet, aurum.
credidit Odrysius praedaeque adsuetus amore
in secreta venit: tum blando callidus ore              
“tolle moras, Hecabe,” dixit “da munera nato!
omne fore illius, quod das, quod et ante dedisti,
per superos iuro.” Spectat truculenta loquentem
falsaque iurantem tumidaque exaestuat ira
atque ita correpto captivarum agmina matrum              
invocat et digitos in perfida lumina condit
expellitque genis oculos (facit ira potentem)
inmergitque manus foedataque sanguine sonti
non lumen (neque enim superest), loca luminis haurit.

Translation in Greek


Είδε το σώμα του Πολύδωρου ριγμένο στην ακτή με μεγάλα τραύματα από τα δόρατα των Θρακών! Οι Τρωαδίτισσες κραυγάζουν. Εκείνη χάνει τη φωνή της από τον πόνο και ο ίδιος ο πόνος καταπίνει τη φωνή και ταυτόχρονα τα δάκρυα που αρχίζουν να χύνονται, παγώνει η καρδιά της, παρόμοια με σκληρό βράχο. Άλλοτε καρφώνει το βλέμμα της στην απέναντι γη, και άλλοτε υψώνει το αγριεμένο βλέμμα της στον ουρανό. Άλλοτε κοιτά το νεκρό σώμα και άλλοτε παρατηρεί τα τραύματά του, ιδίως τα τραύματά του. Οπλίζεται με οργή. Την ίδια στιγμή φουρκίζεται, σαν να εξακολουθούσε να είναι βασίλισσα, και αποφασίζει να εκδικηθεί και η εκδίκηση ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της. Όπως μία λέαινα τρελαίνεται όταν της αποσπούν το βυζανιάρικο μικρό της και ακολουθεί τυχαία τα ίχνη ενός εχθρού που δε διακρίνεται πια, έτσι και η Εκάβη μετά από αυτό, νιώθοντας οργή μαζί με οδύνη, με όλη τη δύναμη της ψυχής της και λησμονώντας τα χρόνια της, πηγαίνει στον Πολυμήστορα, που μηχανεύτηκε την άγρια σφαγή, και του ζητάει να μιλήσουν. Ήθελε να του δείξει τάχα κρυμμένο χρυσάφι, για να το δώσει στον γιο της. Την πίστεψε ο Οδρύσιος, τυφλωμένος από την αγάπη του για λάφυρα, και πήγε μαζί της στο απομονωμένο μέρος. Τότε ο πανούργος μίλησε όλο υποκρισία: «Εκάβη, μην χρονοτριβείς, δώσε τα δώρα στον γιο σου! Ορκίζομαι στους θεούς ότι όλα όσα δίνεις είναι δικά του, και όλα όσα έχεις δώσει προηγουμένως». Όσο μιλάει με τρόπο θλιβερό και ορκίζεται ψεύτικα, τον κοιτάζει απειλητικά και η οργή της φουντώνει και έπειτα φωνάζει τις αιχμάλωτες μητέρες, επικαλείται τους θεούς και μπήγει τα δάχτυλά της στα ύπουλα μάτια του. Βγάζει τα μάτια του από το πρόσωπό του (η οργή την κατέστησε εγκληματία) και βυθίζει τα χέρια της στις πληγές με το μιαρό του αίμα, τραυματίζοντας και τις άδειες κόγχες των ματιών του.

Translation in English


But just then, she saw the corpse of her last son, thrown out upon the shore; her Polydorus, killed, disfigured with deep wounds of Thracian swords. The Trojan women cried aloud, and she was struck dumb with her agony, which quite consumed both voice and tears within her heart - rigid and still she seemed as a hard rock. And now she gazes at the earth in front now lifts her haggard face up toward the skies, now scans that body lying stark and dead, now scans his wounds and most of all the wounds. She arms herself and draws up all her wrath. It burned as if she still held regal power she gave up all life to the single thought of quick revenge. Just as a lioness rages when plundered of her suckling cub and follows on his trail the unseen foe, so, Hecuba with rage mixed in her grief forgetful of her years, not her intent, went hastily to Polymnestor, who contrived this dreadful murder, and desired an interview, pretending it was her wish to show him hidden gold, for her lost son. The Odrysian king believed it all: accustomed to the love of gain, he went with her, in secret, to the spot she chose. Then craftily he said in his bland way: “Oh, Hecuba, you need not wait, give now, munificently to your son - and all you give, and all that you have given, by the good gods, I swear, shall be his own.” She eyed him sternly as he spoke and swore so falsely. - Then her rage boiled over, and, seconded by all her captive train, she flew at him and drove her fingers deep in his perfidious eyes; and tore them from his face - and plunged her hands into the raw and bleeding sockets (passion made her strong), defiled with his bad blood. How could she tear his eyes, gone from their seats? She wildly gouged the sightless sockets of his bleeding face.


Author: Ovid

Language : Latin

Text type: Epic poerty

Points of interest

Related
Myths

x
This site is using cookies to ensure that we give you the best experience on our website. If you continue by pressing the "Accept" button, we assume that you consent to receive all cookies on Mythotopia
Accept