Metamorphoses 6.519-563
Original
Translation in Greek
Και πια το ταξίδι έφτασε στο τέλος του και αποβιβάστηκαν από τα κουρασμένα καράβια στις ακτές του βασιλείου του, όταν ο βασιλιάς έσυρε την κόρη του Πανδίωνα σε μια καλύβα στα βουνά, κρυμμένη μέσα σε αρχαίο δάσος, και εκεί μέσα έκλεισε την κοπέλα που είχε χλωμιάσει και έτρεμε και φοβόταν τα πάντα και ρωτούσε με δάκρυα στα μάτια πού ήταν η αδελφή της. Αφού ομολόγησε το ανοσιούργημά του, βίασε την παρθένα και ολομόναχη κοπέλα, η οποία μάταια καλούσε τον πατέρα της και την αδελφή της, μα πάνω απ’ όλα επικαλούνταν τους θεούς. Εκείνη τρέμει σαν φοβισμένο και πληγωμένο αρνί που μόλις ελευθερώθηκε από τα αφρισμένα σαγόνια ενός λύκου και νιώθει ότι δεν είναι ακόμη ασφαλές, και σαν περιστέρι με φτερά ματωμένα που φοβάται τα αδηφάγα νύχια που το κρατούσαν. Αλλά σε λίγο, μόλις συνήλθε, έσκισε τα λυτά μαλλιά της σαν σε θρήνο και χτύπησε το στήθος της και απλώνοντας τα χέρια της είπε: «Βάρβαρε, με τις φρικτές σου πράξεις, κτήνος, δεν σε συγκίνησαν τα αποχαιρετιστήρια λόγια του πατέρα μου μαζί με τα ευσεβή του δάκρυα ούτε η έγνοια της αδελφής μου ούτε η παρθενιά μου ούτε τα δίκαια του γάμου! Όλα τα αναστάτωσες. Έγινα εγώ παλλακίδα της αδελφής μου, εσύ διπλός σύζυγος, η Πρόκνη έγινε εχθρός μου. Γιατί δεν παίρνεις τη ζωή μου, ώστε να μη μείνει ανεκτέλεστο κανένα ανοσιούργημα, άπιστε; Όμως μακάρι να το είχες κάνει πριν τη μιαρή σου πράξη και η ψυχή μου να ήταν απαλλαγμένη από κάθε κηλίδα. Αν, όμως, τα βλέπουν αυτά οι θεοί, αν η θέληση των θεών έχει κάποια δύναμη, αν δεν έχουν χαθεί τα πάντα μαζί με μένα, θα τιμωρηθείς κάποτε από μένα. Εγώ η ίδια, αφήνοντας στην άκρη την ντροπή μου, θα μιλήσω για τις πράξεις σου. Αν μου δοθεί η ευκαιρία, θα μιλήσω στον κόσμο. Αν με κρατήσεις κλεισμένη στα δάση, θα γεμίσω τα δάση και θα συγκινήσω τα βράχια που θα γνωρίζουν τι έγινε. Θα τα ακούσει αυτά ο ουρανός και όποιος θεός υπάρχει εκεί.» Με αυτά της τα λόγια ξάναψε η οργή του άγριου τυράννου και δεν νιώθει μικρότερο φόβο από κείνην. Ξεσηκωμένος κι απ’ τους δύο λόγους ελευθερώνει από τη θήκη του το σπαθί που είχε στο πλευρό του, άρπαξε τα μαλλιά της, έστριψε τα χέρια της πίσω από την πλάτη και με τη βία την έδεσε. Η Φιλομήλα πρόσφερε τον λαιμό της και ήλπισε ότι θα πεθάνει, μόλις είδε το σπαθί. Καθώς εκείνη διαμαρτυρόταν και φώναζε διαρκώς το όνομα του πατέρα της και προσπαθούσε να μιλήσει, εκείνος άρπαξε τη γλώσσα της με μια λαβίδα και την έκοψε με το σπαθί του. Η ρίζα της γλώσσας σπαρταράει, η ίδια η γλώσσα τρέμοντας κείτεται στη μαύρη γη και μουρμουρίζει. Όπως η κομμένη ουρά ενός φιδιού εξακολουθεί να σπαρταρά στο έδαφος, έτσι έκανε και η παλλόμενη γλώσσα. Ακόμα και μετά από αυτό το έγκλημα (δύσκολα θα μπορούσα να το πιστέψω) λέγεται ότι εκείνος συχνά αναζήτησε με ηδονή το κατακρεουργημένο σώμα της. Και μετά από τέτοιες πράξεις είχε το θράσος να επιστρέψει στην Πρόκνη.
Translation in English
And now, as Tereus reached his journey's end, they landed from the travel-wearied ship, safe on the shores of his own kingdom. Then he hastened with the frightened Philomela into most wild and silent solitudes of an old forest; where, concealed among deep thickets a forbidding old house stood: there he immured the pale and trembling maid, who, vainly in her fright, began to call upon her absent sister, — and her tears implored his pity. His obdurate mind could not be softened by such piteous cries; but even while her agonizing screams implored her sister's and her father's aid, and while she vainly called upon the Gods, he overmastered her with brutal force. — The poor child trembled as a frightened lamb, which, just delivered from the frothing jaws of a gaunt wolf, dreads every moving twig. She trembled as a timid injured dove, (her feathers dripping with her own life-blood) that dreads the ravening talons of a hawk from which some fortune has delivered her. But presently, as consciousness returned, she tore her streaming hair and beat her arms, and, stretching forth her hands in frenzied grief, cried out, 'Oh, barbarous and brutal wretch! Unnatural monster of abhorrent deeds! Could not my anxious father's parting words, nor his foreboding tears restrain your lust? Have you no slight regard for your chaste wife, my dearest sister, and are you without all honor, so to spoil virginity now making me invade my sister's claim, you have befouled the sacred fount of life, — you are a lawless bond of double sin! Oh, this dark punishment was not my due! Come, finish with my murder your black deed, so nothing wicked may remain undone. But oh, if you had only slaughtered me before your criminal embrace befouled my purity, I should have had a shade entirely pure, and free from any stain! Oh, if there is a Majesty in Heaven, and if my ruin has not wrecked the world, then, you shall suffer for this grievous wrong and time shall hasten to avenge my wreck. I shall declare your sin before the world, and publish my own shame to punish you! And if I'm prisoned in the solitudes, my voice will wake the echoes in the wood and move the conscious rocks. Hear me, O Heaven! And let my imprecations rouse the Gods — ah-h-h, if there can be a god in Heaven!'
Her cries aroused the dastard tyrant's wrath, and frightened him, lest ever his foul deed might shock his kingdom: and, roused at once by rage and guilty fear; he seized her hair, forced her weak arms against her back, and bound them fast with brazen chains, then drew his sword. When she first saw his sword above her head. Flashing and sharp, she wished only for death, and offered her bare throat: but while she screamed, and, struggling, called upon her father's name, he caught her tongue with pincers, pitiless, and cut it with his sword. — The mangled root still quivered, but the bleeding tongue itself, fell murmuring on the blood-stained floor. As the tail of a slain snake still writhes upon the ground, so did the throbbing tongue; and, while it died, moved up to her, as if to seek her feet. — And, it is said that after this foul crime, the monster violated her again.
Related
Myths