κείμενα/αναφορές
κείμενα/αναφορές

Διονυσιακά 19.158-214

Πρωτότυπο


τοῖον ἔπος φαμένου κερόεις Σειληνὸς ἀνίστη,
καὶ τριγέρων βαρύθοντι Μάρων ἀνεπήλατο ταρσῷ
χρύσεον ἀστράπτοντα μέγαν κρητῆρα δοκεύων,                           
οὐχ ὅτι χρύσεος ἦεν ὑπέρτερος, ἀλλ᾽ ὅτι μοῦνον
εἶχεν ἐυρραθάμιγγα παλαίτατον ὄγκον ἐέρσης
ἄκρου χείλεος ἄχρις· ἔρως δέ μιν ἡδέος οἴνου
θῆκε νέον, πολιὴν δὲ βιήσατο Βακχιὰς ὀδμή·
καὶ πόδας ἀμφελέλιζεν ἑῆς πειρώμενος ἀλκῆς,                              
μὴ βαρὺ γῆρας ἔπαυσε λελασμένα γυῖα χορείης.
καὶ ψυχὴν Σταφύλοιο γέρων μειλίξατο φωνῇ,
νηφάλιον λασίῳ προχέων ἔπος ἀνθερεῶνι·
‘εἰμὶ Μάρων, συνάεθλος ἀπενθήτοιο Λυαίου·
δακρυχέειν οὐκ οἶδα· τί δάκρυσι καί Διονύσῳ;                               
κύκλα ποδῶν ἐμὰ δῶρα ταφήια σῷ παρὰ τύμβῳ·
δέξό με μειδιόωντα· Μάρων οὐκ οἶδε μερίμνας,
οὐ γόον οἶδε Μάρων, οὐ πενθάδος ὄγκον ἀνίης·
ἱμερόεις πέλε λάτρις ἀπενθήτου Διονύσου.
ἵλαθι σεῖο Μάρωνι, καὶ εἰ πίες ὕδατα Λήθης,                                   
δὸς χάριν, ὄφρα πίοιμι παλαιγενέος χύσιν οἴου,
Σειληνὸς δὲ νέης πιέτω νέον ὄγκον ὀπώρης.
καὶ Σταφύλῳ μετὰ πότμον, ἅτε ζώοντι, χορεύσω,
ὅττι χορὸν προβέβουλα φιλοκνίσοιο τραπέζης·
σοί, Στάφυλε, ζώοντι καὶ οὐ πνείοντι χορεύω                                  
κῶμον ἀνακρούων ἐπιτύμβιον· εἰμὶ δὲ Βάκχου,
οὐ θεράπων Φοίβοιο, καὶ οὐ μάθον αἴλινα μέλπειν,
οἷα παρὰ Κρήτεσσιν ἄναξ ἐλίγαινεν Ἀπόλλων
δακρυχέων ἐρατεινὸν Ἀτύμνιον· Ἡλιάδων δὲ
ξεῖνος ἐγὼ γενόμην, ἀλλότριος Ἠριδανοῖο                                   
εἰμί, νόθος Φαέθοντος ὀλωλότος ἡνιοχῆος·
οὐ Σπάρτης ναέτης, οὐ πένθιμον ἄνθος ἀείρω
σείων ἁβρὰ πέτηλα φιλοκλαύτων ὑακίνθων.
σήμερον, εἰ Μίνωι παρήμενος ἶσα δικάζεις,
εἴτε καὶ ἀνθεμόεσσαν ἔχεις Ῥαδαμάνθυος αὐλήν,                    
Ἠλυσίου λειμῶνος ἐν ἄλσεσιν ἁβρὸν ὁδεύων,
κέκλυθι σεῖο Μάρωνος· ἐγὼ δέ σοι ἀντὶ κυπέλλων
ἀσπόνδοις στομάτεσσιν ἐρεύγομαι ἔμφρονα λοιβήν·
ἵλαθι σεῖο Μάρωνι, δίδου δέ μοι οἴνοπα νίκην,
νίκην πασιμέλουσαν· ἐγὼ δέ σοι ὑψόθι τύμβου                              
σπείσω ἐμῶν χρυσέων πρωτάγρια καλὰ κυπέλλων
ἀρχόμενος κρητῆρος ἐμῆς μετ᾽ ἀέθλια νίκης.’
ὣς εἰπὼν ἐχόρευε Μάρων ἑλικώδεϊ ταρσῷ,
δεξιὸν ἐκ λαιοῖο μετήλυδα ταρσὸν ἀμείβων,
σιγὴν ποικιλόμυθον ἀναυδέι χειρὶ χαράσσων·                              
ὀφθαλμοὺς δ᾽ ἐλέλιζεν ἀλήμονας, εἰκόνα μύθων,
νεύματι τεχνήεντι νοήμονα ῥυθμὸν ὑφαίνων·
καὶ κεφαλὴν ἐτίνασσε καὶ ἤθελε βόστρυχα σείειν,
εἰ μὴ γυμνὰ μέτωπα λιπότριχος εἶχε καρήνου.
οὐδὲ μέν, οἷα γέρων Τιτήνιον αἷμα κομίζων,                               
ἔγραφε φωνήεντι τύπῳ Τιτηνίδα φύτλην,
οὐ Κρόνον ἠὲ Φάνητα παλαίτερον, οὐδὲ γενέθλην
ἠελίου Τιτῆνος ὁμόχρονον ἥλικι κόσμῳ·
ἀλλὰ λιπὼν ξύμπαντα καὶ ἀρχαίης χύσιν ὕλης
οἰνοχόον Κρονίδαο σοφῇ ποίκιλλε σιωπῇ                                     
Ζηνὶ δέπας τανύοντα καὶ ἀθανάτων χορὸν ἄλλων
αἰὲν ἐπασσυτέροισιν ἐυφραίνοντα κυπέλλοις,
ἢ ζαθέην προχέοντα κατὰ κρητῆρος ἐέρσην·
ἦν δέ οἱ ἁρμονίη γλυκερὸν ποτόν

Μετάφραση στα Νέα Ελληνικά


Αφού ολοκλήρωσε τον λόγο του, σηκώθηκε ο Σειληνός με τα κέρατα και ο υπερήλικας Μάρωνας στηρίχτηκε στο σερνάμενο πόδι του παρατηρώντας τον μεγάλο, χρυσό, γυαλιστερό κρατήρα, όχι επειδή όντας χρυσός ήταν καλύτερος αλλά επειδή ήταν ο μόνος γεμάτος μέχρι το χείλος με το πιο παλιό και το πιο καλό κρασί. Το πάθος του για το γλυκό κρασί τον έκανε ξανά νέο και το βακχικό άρωμα έπνιξε τα γκρίζα του μαλλιά. Στριφογύριζε τα πόδια του ελέγχοντας τη δύναμή του για να δει μήπως η πολύ μεγάλη ηλικία του κάνει τα άκρα του να ξεχάσουν να χορεύουν. Ο γέροντας καθησύχασε την ψυχή του Στάφυλου με τη φωνή του, εκφωνώντας τα νηφάλια λόγια του που βγήκαν από την πυκνή γενειάδα του. "Είμαι ο Μάρων, σύντροφος του Λυαίου, που δεν μπορεί να πενθήσει. Δεν γνωρίζω πώς να δακρύσω. Τι σχέση έχουν τα δάκρυα και ο Διόνυσος; Ζωηρός χορός είναι τα δικά μου δώρα για τον τάφο σου. Δέξου με χαμογελαστό. Ο Μάρωνας δεν γνωρίζει έγνοιες ούτε γνωρίζει αναστεναγμούς ο Μάρωνας, ούτε το βάρος της μελαγχολικής θλίψης. Είναι ο υπέροχος λατρευτής του Διονύσου που δεν μπορεί να θρηνήσει. Να είσαι ευγενικός στον Μάρωνα και ακόμη και αν πιεις το νερό της Λήθης, κάνε μου τη χάρη αυτή, για να μπορώ να πιω αυτό το παλιό κρασί και ο Σειληνός να πιει φρέσκο κρασί από νέα σοδειά. Και θα χορέψω για τον Στάφυλο μετά το θάνατό του  σαν να είναι ζωντανός, γιατί έχω προκρίνει τον χορό από το τραπέζι το γεμάτο από την κνίσα των εδεσμάτων. Για εσένα, Στάφυλε,  χορεύω είτε είσαι ζωντανός είτε νεκρός και ξεκινώ τραγούδι θρηνητικό και επιτύμβιο. Είμαι υπηρέτης του Διονύσου και όχι του Απόλλωνα και δεν έμαθα ποτέ να τραγουδώ θρήνους, όπως αυτά που τραγούδησε ο θεός Απόλλωνας στους Κρήτες δακρύζοντας για τον πολυαγαπημένο Ατύμνιο. Ήμουν ξένος για τις κόρες του Ήλιου, είμαι ξένος και για τον Ηριδανό, νόθο παιδί του Φαέθοντα του ηνίοχου που σκοτώθηκε. Δεν είμαι κάτοικος της Σπάρτης, δεν φέρω πένθιμα λουλούδια κουνώντας τα χαριτωμένα πέταλα των θρηνητικών υακίνθων. Σήμερα, αν είσαι ισότιμος δικαστής με τον Μίνωα ή αν έχεις τη γεμάτη λουλούδια αυλή του Ραδάμανθυ και αν κατευθύνεσαι χαριτωμένα προς τα Ηλύσια λιβάδια, άκου τον Μάρωνα. Εγώ, αντί για κύπελλα, προσφέρω στα στόματα χωρίς σπονδή ένα ποτό με ουσία. Να είσαι ευγνώμων στον Μάρωνα και να μου δίνεις  νίκη στο χρώμα του κρασιού, μια νίκη που όλους τους νοιάζει. Εγώ τότε θα κάνω σπονδή επάνω στον τάφο σου την πρώτη σοδειά των χρυσών κυπέλλων μου, τις πρώτες σταγόνες του δοχείου μου, αφού πρώτα επικρατήσω ως νικητής." Ενώ έλεγε αυτά τα πράγματα ο Μάρωνας, χόρευε στριφογυρίζοντας τα πόδια του και εναλλάσσοντάς τα από τα αριστερά προς τα δεξιά, διέγραφε με το χέρι του σιωπηλά μια εκφραστική πορεία. Κουνούσε τα μάτια του κυκλικά με βλέμμα περιπλανώμενο, παριστάνοντας την εικόνα των λόγων του και με περίτεχνες χειρονομίες συνέθετε έναν ρυθμό γεμάτο νόημα. Τίναζε το κεφάλι του και θα ανέμιζε τα μαλλιά του, αν,  εκτός από το πρόσωπο, δεν ήταν γυμνό από τρίχες και το κεφάλι του. Δεν έκανε αυτό που θα άρμοζε σε έναν γέροντα με Τιτάνιο αίμα, να φανερώσει με την ομιλούσα εικόνα του την Τιτάνια φύτρα του. Ούτε ο Κρόνος ούτε ο Φάνης ήταν αρχαιότεροι, ούτε η γενιά που προήλθε από τον Τιτάνα Ήλιο ήταν τόσο παλιά όσο ο κόσμος. Αλλά αφού εγκατέλειψε όλη αυτή τη σύγχυση των αρχαίων πραγμάτων, αναπαρέστησε με τέχνη σιωπηλή τον κεραστή του Κρόνου που προσφέρει το κύπελλο στον Δία και στους άλλους αθάνατους στη συντροφιά ευχαριστώντας τους με το ένα ποτήρι μετά το άλλο, ή  ρίχνοντας θεϊκή δροσιά μέσα στον κρατήρα.

Μετάφραση στα Αγγλικά


When he had ended his speech, up rose horned Seilenos, and antediluvian Maron got up on heavy foot, with his eyes on the great mixer of shining gold: not because the golden was the better, but because this alone contained the oldest wine and the finest stuff, filling it to the brim. His passion for this lovely wine made him young again, and the Bacchic aroma was too much for his gray hair. He twirled his feet round testing his strength, to see if heavy old age had made his limbs forget how to dance. The old man tried to appease the soul of Staphylos by the words that poured sober enough out of his shaggy beard: "I am Maron, comrade of Lyaios who cannot mourn. I know not how to shed tears; what have tears to do with Dionysos? Reels and jigs are the gifts I offer at your tomb. Accept me smiling: Maron knows no cares, Maron knows not groans, nor the burden of melancholy sorrow. He is the lovely lackey of Dionysos who cannot mourn. Be gracious to your Maron, even if you have drunk the water of Lethe! Grant me this boon, that I may drink that store of old wine, and let Seilenos drink the new stuff of a new vintage! I will dance for Staphylos after death, as if he were living, for I rate the dance above the steamloving table. For you I dance, Staphylos, both living and not breathing, and strike up a funeral revel. I am a servant of Bacchos, not of Phoibos, and I never learnt to sing dirges, such as Lord Apollo sang in Crete shedding tears for Atymnios the beloved. I am a stranger to the Heliads. I am alien to Eridanos,' not connected with Phaethon the charioteer who perished; I am no burgher of Sparta, I wear not the mourning flowers or shake the dainty petals of the lamenting iris. To-day, if you sit by the side of Minos as an equal judge, or if you possess the flowery court of Rhadamanthys, and pick your dainty way in the groves and meadows of Elysium, Usten to your Maron: instead of cups, without libation, I mouth out for you a drinkoffering full of sense. Be gracious to your Maron, and grant me a victory of wine, the victory to be famous among all! Then I will pour over your tomb the first spoils of my golden cups, the first lovely drops from the bowl after I win my prize for victory!" So saying, Maron danced with winding step, passing the changes right over left, and figuring a silent eloquence of hand inaudible. He moved his eyes about as a picture of the story, he wove a rhythm full of meaning with gestures full of art. He shook his head and would have tossed his hair, but hair he had none; both head and face were bare. He did not what an old man of Titan blood might have done, show the Titan race in his speaking picture, not Cronos or Phanes more primeval still, nor the breed of Titan Helios as old as the universe itself: no, he left all the confusion of that ancient stuff - he depicted with wordless art the cupbearer of Cronides offering the goblet to Zeus, or pouring the dew divine to fill up the bowl, and the other immortals in company ever enjoying cup after cup.


Συγγραφέας: Νόννος ο Πανοπολίτης

Γλώσσα : Αρχαία Ελληνικά

Γραμματειακό είδος: Έπος

τοποθεσίες

Συνδεδεμένοι
μύθοι

x
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει την καλύτερη εμπειρία χρήσης. Θεωρούμε ότι αποδέχεστε την αποθήκευση όλων των cookies πατώντας το κουμπί "Αποδοχή"
Αποδοχή