Fabulae 132
Original
LYCURGUS
Lycurgus Dryantis filius Liberum de regno fugavit; quem cum negaret deum esse vinumque bibisset et ebrius matrem suam violare voluisset, tunc vites excidere est conatus, quod diceret illud malum medicamentum esse quod mentes immutaret. Qui insania ab Libero obiecta uxorem suam et filium interfecit, ipsumque Lycurgum Liber pantheris obiecit in Rhodope, qui mons est Thraciae, cuius imperium habuit. Hic traditur unum pedem sibi pro vitibus excidisse.
Translation in Greek
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ
Ο Λυκούργος, o γιος του Δρύαντα, έδιωξε τον Διόνυσο από το βασίλειό του. Αφού αρνήθηκε ότι ο Διόνυσος ήταν θεός και είχε πιει κρασί και μέθυσε, πόθησε να βιάσει τη μητέρα του και τότε προσπάθησε να ξεριζώσει τα αμπέλια, γιατί είπε ότι το κρασί ήταν κακό φάρμακο, καθώς επηρέαζε το μυαλό. Κατεχόμενος από την τρέλα που του έστειλε ο Διόνυσος, σκότωσε τη γυναίκα και τον γιο του. Ο Διόνυσος έριξε τον ίδιο τον Λυκούργο στους πάνθηρες στη Ροδόπη, ένα βουνό της Θράκης, όπου είχε το βασίλειό του. Λέγεται ότι εκεί ξερίζωσε το ένα πόδι του νομίζοντας ότι ήταν αμπέλι.
Translation in English
LYCURGUS
Lycurgus, son of Dryas, drove Dionysus from his kingdom. Having denied that Dionysus was a god he drank wine and in drunkenness tried to violate his mother, after which he tried to cut down the vines, because he said wine was a bad medicine which affects one's mind. Gripped by madness induced by Dionysus he then killed his wife and son. Dionysus then threw Lycurgus to his panthers on Rhodope, a mountain of Thrace, where his kingdom lay. He is said to have cut off one foot there thinking it was a vine.