κείμενα/αναφορές
κείμενα/αναφορές

Προγυμνάσματα 17.7-36

Πρωτότυπο


ΤΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΥΔΩΡΟΝ

Πολύδωρον δὲ τῆς ἡλικίας ἀπόμαχον ἀποσπᾷ μὲν τοῦ πολέμου, ἐγχειρίζει δὲ Πολυμήστορι καὶ πρὸς τὴν ἐπιοῦσαν τύχην παῖδα καὶ χρυσὸν ταμιεύεται, ἵν’ ἐσύστερον καὶ Ἴλιος ἔχῃ τὸν ἀνορθώσοντα καὶ τὸ λοιπὸν τοῦ γένους τὸν ζωπυρήσοντα. Δέχεται τὸν παῖδα ὁ Θρᾷξ, ὑποδέχεται τὸν χρυσὸν καί, τὸ τῆς μάχης ἀστάθμητον ὑφορώμενος, ἐπέχει τέως τῆς γνώμης τὸ βάρβαρον, ὑποκρύπτεται τὸ φιλόχρυσον, σχηματίζεται τὸ φιλόφιλον. Τοιοῦτον γάρ τοι χρῆμα ὁ βάρβαρος καί, τὴν δειλίαν οἰκονομῶν, ἔνθα πεφόβηται καί, τὸν φίλον πλαττόμενος, ἔνθα τὸ φανερῶς λυπεῖν οὐκ ἐθάρρησεν. Ὡς γοῦν ἡ τύχη μετὰ καὶ τῶν Ἑλλήνων τῷ Πριάμῳ ἐπέθετο, καὶ ὁ Πολυμήστωρ αὐτῷ ξυνεπιτίθεται καὶ κτείνει μὲν τὸν Πολύδωρον καὶ τὸ σῶμα νεκρὸν ἐπαφῆκε πελάγεσι, προσαφαιρεῖται δὲ τὸν χρυσόν. Καὶ παρανομεῖ τὴν φιλίαν τριπλάσια, μήτε περιόντα τὸν παῖδα οἰκτείρας καὶ μετὰ τελευτὴν οὐ φεισάμενος καὶ χρυσοῦ μελετήσας ἀφαίρεσιν, οὗ τὴν φυλακὴν ἐπιστεύετο. Ἀλλ’ ὅθεν ἠδίκει τὸν Φίλιον, ἐκεῖθεν αὖθις τὴν δίκην ἀπέτισε. Χρυσὸς ἐκεῖνον ἀδικεῖν ἐδελέασε, χρυσὸς καὶ πάλιν εἰς τὸ παθεῖν ὑπηγάγετο. Ἔγνω τὸν τοῦ Θρᾳκὸς δόλον ἡ μήτηρ, ἐπέγνω τὸν τοῦ παιδὸς φόνον καὶ μηχανᾶται τὴν ἄμυναν. Χρυσὸν καὶ πάλιν προβάλλεται καὶ πιστεύε δῆθεν, ᾧ πάλαι καὶ χρυσὸν καὶ παῖδα ἐπίστευσε. Πείθεται τούτοις ὁ Θρᾷξ, οὐχ ὑποπτεύει τὴν ἐπιβουλήν, θαρρεῖ τὴν Ἑκάβην, εἴσεισι τὴν σκηνὴν καὶ θήραμα γίνεται γυναικῶν καὶ χρημάτων ἐλπίσιν ἁλώσιμος. Οἷς μὲν γὰρ ἀδίκοις ὀφθαλμοῖς εἶδε χρυσόν, τούτοις δικαίως τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτὸς ἐξορύττεται· οἷς δὲ τοῦ παιδὸς ἀπανθρώπως Ἑκάβην ἐστέρησε, τούτοις εἰκότως καὶ παίδων πρὸς Ἑκάβης αὐτὸς ἀπεστέρητο.

Μετάφραση στα Νέα Ελληνικά


ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΥΔΩΡΟ

Ο Πρίαμος απομακρύνει τον Πολύδωρο από τον πόλεμο, καθώς λόγω της ηλικίας του δεν είναι σε θέση να πολεμήσει, τον παραδίδει στον Πολυμήστορα που στη συνέχεια γίνεται φροντιστής του παιδιού και διαχειριστής του χρυσού, για να έχει στο εξής η Τροία αυτόν που θα την ανορθώσει και θα εγείρει τη μελλοντική γενιά. Ο Θρακιώτης δέχεται το παιδί, δέχεται και το χρυσάφι και, προβλέποντας την αβέβαιη έκβαση της μάχης, συγκρατεί για λίγο τα βαρβαρικά του ένστικτα, κρύβει την αγάπη του για το χρυσό και παριστάνει ότι αγαπάει τους φίλους του. Γιατί ο βάρβαρος, από φόβο, απέκρυψε τις παράδοξες προθέσεις του και τη δειλία του, παριστάνοντας τον φίλο και δεν τόλμησε να προκαλέσει πόνο. Όταν, λοιπόν, η τύχη πήγε με το μέρος των Ελλήνων και έπληξε τον Πρίαμο, πέρασε και ο Πολυμήστορας στην επίθεση, σκότωσε τον Πολύδωρο και πέταξε το πτώμα του στο πέλαγος, ενώ του αφαίρεσε και το χρυσάφι. Και έτσι παρέβη τρεις φορές τη φιλία του, γιατί ούτε λυπήθηκε το παιδί όσο ήταν εν ζωή, ούτε μετά τον θάνατό του σεβάστηκε τη σορό του και επιπλέον άρπαξε το χρυσάφι, το οποίο του είχαν εμπιστευτεί. Αλλά καθώς προσέβαλε τον θεό της φιλίας, αμέσως, με τον ίδιον τρόπο, πλήρωσε το τίμημα. Το χρυσάφι δελέασε τον Πολυμήστορα να διαπράξει έγκλημα και το χρυσάφι με τη σειρά του τον έκανε να υποφέρει. Η μητέρα του Πολύδωρου κατάλαβε τον δόλο του Θρακιώτη, πληροφορήθηκε για τον φόνο του παιδιού και σχεδίασε την εκδίκησή της. Πρόβαλε ως δικαιολογία ότι επιθυμεί να του εμπιστευθεί πάλι χρυσάφι, όπως παλιά του εμπιστεύτηκε και χρυσάφι και το παιδί της. Ο Θρακιώτης, αδύναμος λόγω της φιλαργυρίας του, πιστεύει ό,τι άκουσε, δεν υποπτεύεται το σχέδιο της, εμπιστεύεται την Εκάβη, εισέρχεται στη σκηνή της και γίνεται θήραμα των γυναικών. Γιατί όπως είδε το χρυσάφι, με τα μάτια της αδικίας, ο ίδιος δίκαια έχασε τα μάτια του. Όπως με απάνθρωπο τρόπο στέρησε από την Εκάβη το παιδί της, εύλογα στερήθηκε τα δικά του παιδιά εξαιτίας της.

Μετάφραση στα Αγγλικά


THE CHAPTER ON POLYDOROS

(Priam) removed Polydoros from the war as he was unable to fight because of his age, handed him over to Polymestor and according to the fate that followed he became the administrator of the child and the gold, so that from then on Troy would have the one who would make amends and raise the future generation. The Thracian accepted the child, accepted the gold, and, suspecting the uncertainty of the battle, in the meantime suspended his barbarian intention, concealed his love for the gold, and pretended to be one who loved his friends. For the barbarian was doubtless afraid of him, and having managed his cowardice by pretending to be a friend, he did not hesitate to be openly sorry. Then, when fortune, along with the Greeks attacked Priam, Polymestor also made his move against him, killing Polydorus and throwing his dead body into the sea, and seizing the gold as well. And so he transgressed his friendship three times over: he took no pity on Polydorus while he was still alive, did not spare his body after death, and schemed to take money that had been entrusted to his protection. But just as he offended the god of friendship, by the same means he also paid his due: gold enticed him to commit a crime, and gold in turn led him to suffer. The boy’s mother became aware of the Thracian’s deceit, learned of her son’s murder, and plotted revenge. She offered gold once again, as though she were entrusting it to the man to whom she had previously entrusted both gold and her son. The Thracian believed her words, not suspecting the scheme and having no fear of Hecuba, and he entered her tent, where he became the prey of women and an easy catch because of his hope for wealth. For just as he looked upon the gold with unjust eyes, so also he himself justly had his eyes dug out, and just as he inhumanely deprived Hecuba of her child, so also he himself was fittingly deprived of his children by Hecuba.


Συγγραφέας: Νικηφόρος Βασιλάκης

Γλώσσα : Αρχαία Ελληνικά

Γραμματειακό είδος: Ρητορική

x
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει την καλύτερη εμπειρία χρήσης. Θεωρούμε ότι αποδέχεστε την αποθήκευση όλων των cookies πατώντας το κουμπί "Αποδοχή"
Αποδοχή