Nec mora, traxit Ityn, veluti Gangetica cervae
lactentem fetum per silvas tigris opacas.
Utque domus altae partem tenuere remotam,
tendentemque manus et iam sua fata videntem
et “mater, mater” clamantem et colla petentem
ense ferit Procne, lateri qua pectus adhaeret,
nec vultum vertit. Satis illi ad fata vel unum
vulnus erat: iugulum ferro Philomela resolvit.
Vivaque adhuc animaeque aliquid retinentia membra
dilaniant. Pars inde cavis exsultat aenis,
pars veribus stridunt: manant penetralia tabo.
His adhibet coniunx ignarum Terea mensis
et patrii moris sacrum mentita, quod uni
fas sit adire viro, comites famulosque removit.
Ipse sedens solio Tereus sublimis avito
vescitur inque suam sua viscera congerit alvum.
Tantaque nox animi est, “Ityn huc accersite” dixit.
Dissimulare nequit crudelia gaudia Procne,
iamque suae cupiens exsistere nuntia cladis,
“intus habes, quem poscis” ait. Circumspicit ille
atque ubi sit quaerit. Quaerenti iterumque vocanti,
sicut erat sparsis furiali caede capillis,
prosiluit Ityosque caput Philomela cruentum
misit in ora patris: nec tempore maluit ullo
posse loqui et mentis testari gaudia dictis.
Thracius ingenti mensas clamore repellit
vipereasque ciet Stygia de valle sorores;
et modo, si posset reserato pectore diras
egerere inde dapes inmersaque viscera gestit,
flet modo seque vocat bustum miserabile nati,
nunc sequitur nudo genitas Pandione ferro.
Corpora Cecropidum pennis pendere putares:
pendebant pennis. Quarum petit altera silvas,
altera tecta subit; neque adhuc de pectore caedis
excessere notae, signataque sanguine pluma est.
Ille dolore suo poenaeque cupidine velox
vertitur in volucrem, cui stant in vertice cristae;
prominet inmodicum pro longa cuspide rostrum:
nomen epops volucri, facies armata videtur.
Χωρίς καθυστέρηση, άρπαξε τον Ίτυ, όπως μια τίγρη του Γάγγη σέρνει στα σκοτεινά δάση το βυζανιάρικο γέννημα μιας ελαφίνας. Και όταν έφτασαν σε ένα απόμερο τμήμα του ψηλού ανακτόρου, τον Ίτυ που άπλωνε τα χέρια του και πια έβλεπε το τέλος του και φώναζε «μητέρα, μητέρα» και προσπαθούσε να την αγκαλιάσει, η Πρόκνη τον χτύπησε με το σπαθί στο σημείο όπου το πλευρό ενώνεται με το στήθος και δεν απέστρεψε το πρόσωπό της. Ένα χτύπημα ήταν αρκετό για τον θάνατό του, αλλά η Φιλομήλα έκοψε τον λαιμό του. Ύστερα κομμάτιασαν τα μέλη του που προσπαθούσαν να κρατηθούν στη ζωή. Ένα μέρος τους το έριξαν σε κοίλες κατσαρόλες, ένα μέρος τους το πέρασαν σε σούβλες που σύριζαν. Όλο το σπίτι στάζει στο αίμα. Προσκαλεί στο τραπέζι η Πρόκνη τον ανίδεο Τηρέα και με ψεύτικο πρόσχημα ένα πατρογονικό έθιμο ιερών τελετών, σύμφωνα με το οποίο μόνο ένας άνδρας μπορούσε να λάβει μέρος σε αυτό, έδιωξε τους υπηρέτες. Ο ίδιος ο Τηρέας, μεγαλοπρεπής στον προγονικό θρόνο του, τρώει και καταβροχθίζει στην κοιλιά του την ίδια του τη σάρκα. Τόσο πολύ σκοτάδι έχει στο μυαλό του, ώστε λέει: «καλέστε εδώ τον Ίτυ.» Δεν μπορεί να κρύψει την άγρια χαρά της η Πρόκνη και θέλοντας πια να αναγγείλει τη σφαγή της, λέει: «έχεις μέσα σου αυτόν που ζητάς.» Βλέπει εκείνος ολόγυρα και ρωτάει πού είναι το παιδί. Καθώς εκείνος ρωτούσε και ξανακαλούσε, έτσι όπως ήταν με τα μαλλιά της βρεγμένα από το αίμα στης σφαγής, ξεπήδησε η Φιλομήλα και έριξε το ματωμένο κεφάλι του Ίτυ στον πατέρα του. Ποτέ άλλοτε δεν ήθελε τόσο πολύ να μπορεί να μιλήσει και να εκφράσει με τα λόγια της τη χαρά της ψυχής της. Βγάζοντας τεράστια κραυγή ο Θρακιώτης Τηρέας αναποδογύρισε το τραπέζι και καλεί από την κοιλάδα της Στύγας τις αδελφές με τα φίδια στα μαλλιά τους. Και πότε χειρονομεί σκίζοντας το στήθος του σαν να μπορούσε να βγάλει από εκεί το φρικτό δείπνο, και πότε κλαίει αποκαλώντας τον εαυτό του αξιοθρήνητο τάφο του γιου του. Τώρα βγάζει το σπαθί του από τη θήκη του και κυνηγάει τις κόρες του Πανδίωνα. Θα νόμιζες ότι τα σώματα των Κεκροπίδων αιωρούνταν με φτερά. Πράγματι έτσι ήταν. Η μια από αυτές φεύγει για τα δάση και η άλλη μένει στο σπίτι. Και από το στήθος της δεν έφυγαν τα σημάδια της σφαγής και τα φτερά της είναι σημαδεμένα από το αίμα. Και εκείνος, γρήγορος από τον πόνο του και την επιθυμία του για εκδίκηση μεταμορφώνεται σε πουλί που έχει λοφίο στο κεφάλι. Το ράμφος του είναι μεγάλο σαν μακρύ σπαθί. Το πουλί ονομάζεται τσαλαπετεινός και μοιάζει σαν να είναι αρματωμένο.
No more she hesitated, but as swift as the fierce tigress of the Ganges leaps, seizes the suckling offspring of the hind, and drags it through the forest to its lair; so, Procne seized and dragged the frightened boy to a most lonely section of the house; and there she put him to the cruel sword, while he, aware of his sad fate, stretched forth his little hands, and [640] cried, “Ah, mother, - ah! -” And clung to her - clung to her, while she struck - her fixed eyes, maddened, glaring horribly - struck wildly, lopping off his tender limbs. But Philomela cut through his tender throat. Then they together, mangled his remains, still quivering with the remnant of his life, and boiled a part of him in steaming pots, that bubbled over with the dead child's blood, and roasted other parts on hissing spits. And, after all was ready, Procne bade her husband, Tereus, to the loathsomefeast, and with a false pretense of sacred rites, according to the custom of her land, by which, but one man may partake of it, she sent the servants from the banquet hall. - Tereus, majestic on his ancient throne high in imagined state, devoured his son, and gorged himself with flesh of his own flesh - and in his rage of gluttony called out for Itys to attend and share the feast! Curst with a joy she could conceal no more, and eager to gloat over his distress, Procne cried out, “Inside yourself, you have the thing that you are asking for!” - Amazed, he looked around and called his son again: - that instant, Philomela sprang forth - her hair disordered, and all stained with blood of murder, unable then to speak, she hurled the head of Itys in his father's fear-struck face, and more than ever longed for fitting words. The Thracian Tereus overturned the table, and howling, called up from the Stygian pit, the viperous sisters. Tearing at his breast, in miserable efforts to disgorge the half-digested gobbets of his son, he called himself his own child's sepulchre, and wept the hot tears of a frenzied man. Then with his sword he rushed at the two sisters. Fleeing from him, they seemed to rise on wings, and it was true, for they had changed to birds. Then Philomela, flitting to the woods, found refuge in the leaves: but Procne flew straight to the sheltering gables of a roof - and always, if you look, you can observe the brand of murder on the swallow's breast - red feathers from that day. And Tereus, swift in his great agitation, and his will to wreak a fierce revenge, himself is turned into a crested bird. His long, sharp beak is given him instead of a long sword, and so, because his beak is long and sharp, he rightly bears the name of Hoopoe.