Αργοναυτικά 4.903-911
Πρωτότυπο
[...] οἱ δ᾽ ἀπὸ νηὸς
ἤδη πείσματ᾽ ἔμελλον ἐπ᾽ ἠιόνεσσι βαλέσθαι,
εἰ μὴ ἄρ᾽ Οἰάγροιο πάις Θρηίκιος Ὀρφεὺς
Βιστονίην ἐνὶ χερσὶν ἑαῖς φόρμιγγα τανύσσας
κραιπνὸν ἐυτροχάλοιο μέλος κανάχησεν ἀοιδῆς,
ὄφρ᾽ ἄμυδις κλονέοντος ἐπιβρομέωνται ἀκουαὶ
κρεγμῷ: παρθενικὴν δ᾽ ἐνοπὴν ἐβιήσατο φόρμιγξ.
νῆα δ᾽ ὁμοῦ ζέφυρός τε καὶ ἠχῆεν φέρε κῦμα
πρυμνόθεν ὀρνύμενον: ταὶ δ᾽ ἄκριτον ἵεσαν αὐδήν.
Μετάφραση στα Νέα Ελληνικά
Κι αυτοί ήταν έτοιμοι να ρίξουν τα σκοινιά από το πλοίο στην ακτή, όταν ο θρακιώτης Ορφέας, ο γιος του Οιάγρου, έκρουσε τη βιστώνια λύρα που κρατούσε στα χέρια κι αντήχησε ο γοργός του γλυκού τραγουδιού του ρυθμός, ώστε αμέσως τα αυτιά των ανδρών γέμισαν με των χορδών τον ήχο· η λύρα κάλυψε το τραγούδι των παρθένων. Ο Ζέφυρος μαζί και το ηχηρό κύμα έσπρωχναν το καράβι προς τα μπροστά. Εκείνες συνέχιζαν ακατάπαυστα το τραγούδι τους.
Μετάφραση στα Αγγλικά
And they were already about to cast from the ship the hawsers to the shore, had not Thracian Orpheus, son of Oiagrus, stringing in his hands his Bistonian lyre, rung forth the hasty snatch of a rippling melody so that their ears might be filled with the sound of his twanging; and the lyre overcame the maidens' voice. And the west wind and the sounding wave rushing astern bore the ship on; and the Sirens kept uttering their ceaseless song.