κείμενα/αναφορές
κείμενα/αναφορές

Οδύσσεια 9.39-66

Πρωτότυπο


Ἰλιόθεν με φέρων ἄνεμος Κικόνεσσι πέλασσεν,
Ἰσμάρῳ. Ἔνθα δ᾽ ἐγὼ πόλιν ἔπραθον, ὤλεσα δ᾽ αὐτούς:                 
ἐκ πόλιος δ᾽ ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες
δασσάμεθ᾽, ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης.
Ἔνθ᾽ ἦ τοι μὲν ἐγὼ διερῷ ποδὶ φευγέμεν ἡμέας
ἠνώγεα, τοὶ δὲ μέγα νήπιοι οὐκ ἐπίθοντο.
Ἔνθα δὲ πολλὸν μὲν μέθυ πίνετο, πολλὰ δὲ μῆλα                          
ἔσφαζον παρὰ θῖνα καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς:
τόφρα δ' ἄρ' οἰχόμενοι Κίκονες Κικόνεσσι γεγώνευν,
οἵ σφιν γείτονες ἦσαν, ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους,
ἤπειρον ναίοντες, ἐπιστάμενοι μὲν ἀφ' ἵππων
ἀνδράσι μάρνασθαι καὶ ὅθι χρὴ πεζὸν ἐόντα.                                    
ἦλθον ἔπειθ', ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίνεται ὥρῃ,
ἠέριοι: τότε δή ῥα κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη
ἡμῖν αἰνομόροισιν, ἵν' ἄλγεα πολλὰ πάθοιμεν.
στησάμενοι δ' ἐμάχοντο μάχην παρὰ νηυσὶ θοῇσι,
βάλλον δ' ἀλλήλους χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν.                                     
ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ,
τόφρα δ' ἀλεξόμενοι μένομεν πλέονάς περ ἐόντας:
ἦμος δ' ἠέλιος μετενίσετο βουλυτόνδε,
καὶ τότε δὴ Κίκονες κλῖναν δαμάσαντες Ἀχαιούς.
ἓξ δ' ἀφ' ἑκάστης νηὸς ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι                                   
ὤλονθ': οἱ δ' ἄλλοι φύγομεν θάνατόν τε μόρον τε.
ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ,
ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους.
οὐδ' ἄρα μοι προτέρω νῆες κίον ἀμφιέλισσαι,
πρίν τινα τῶν δειλῶν ἑτάρων τρὶς ἕκαστον ἀῦσαι,                        
οἳ θάνον ἐν πεδίῳ Κικόνων ὕπο δῃωθέντες.

Μετάφραση στα Νέα Ελληνικά


Από το Ίλιο με έφερε ο άνεμος κοντά στους Κίκονες, στην Ίσμαρο. Εκεί εγώ την πόλη τους εκπόρθησα και αυτούς τους αφάνισα. Και από την πόλη αρπάξαμε γυναίκες και πολλά αγαθά, και τα μοιράσαμε ώστε να μην αποχωρήσει κανείς χωρίς να έχει πάρει ίδιο μερίδιο. Τότε εγώ διέταξα να φύγουμε γρήγορα, αλλά οι ανόητοι δεν με υπάκουσαν. Και εκεί άρχισαν να μεθούν και πολλά πρόβατα να σφάζουν στην ακρογιαλιά και βόδια με τα στριφτά τους κέρατα και τα λοξά τους βήματα. Τότε έφυγαν οι Κίκονες φωνάζοντας άλλους Κίκονες που γειτόνευαν, οι οποίοι ήταν περισσότεροι και φιλοπόλεμοι, κατοικούσαν στην ηπειρωτική χώρα και γνώριζαν να πολεμούν πάνω στα άλογα με τους αντιπάλους, και εάν χρειαστεί και με πεζούς. Ήρθαν αργότερα, τόσοι πολλοί, όσα τα φύλλα και τα άνθη την άνοιξη, όταν χαράζει. Και τότε έπεσε πάνω σε εμάς τους δύσμοιρους κακιά η μοίρα του Δία να πάθουμε πολλές συμφορές. Αφού παρατάχθηκαν, ξεκίνησαν να μάχονται δίπλα στα γρήγορα καράβια, ρίχνοντας διαδοχικά τα χάλκινα ακόντιά τους. Και όσο ήταν ακόμη πρωί και όσο μεγάλωνε η ιερή μέρα, τόσο κι εμείς αντιστεκόμασταν, κρατώντας τους εχθρούς, παρόλο που ήταν περισσότεροι από μας. Όταν όμως ο ήλιος πήρε να δύει, την ώρα που τα βόδια λύνουν οι γεωργοί, τότε οι Κίκονες μας κλόνισαν και νίκησαν τους Αχαιούς. Έξι σύντροφοι με τις ωραίες περικνημίδες χάθηκαν από κάθε καράβι. Οι υπόλοιποι γλιτώσαμε από τη θανάσιμη μοίρα. Ξεκινήσαμε τότε για να αποπλεύσουμε πληγωμένοι στην καρδιά, αλλά χαρούμενοι που γλυτώσαμε τον θάνατο, αν και χάσαμε αγαπημένους συντρόφους. Ούτε όμως τα ευέλικτα καράβια ξεκίνησαν, πριν φωνάξουμε τρεις φορές τα ονόματα των δυστυχισμένων συντρόφων, οι οποίοι πέθαναν στο πεδίο της μάχης, χτυπημένοι από τους Κίκονες. 

Μετάφραση στα Αγγλικά


From Ilios the wind bore me and brought me to the Cicones, to Ismarus. There I sacked the city and slew the men; and from the city we took their wives and great store of treasure, and divided them among us, that so far as lay in me no man might go defrauded of an equal share. Then verily I gave command that we should flee with swift foot, but the others in their great folly did not hearken. But there much wine was drunk, and many sheep they slew by the shore, and sleek kine of shambling gait. Meanwhile the Cicones went and called to other Cicones who were their neighbors, at once more numerous and braver than they—men that dwelt inland and were skilled at fighting with their foes from chariots, and, if need were, on foot. So they came in the morning, as thick as leaves or flowers spring up in their season; and then it was that an evil fate from Zeus beset us luckless men, that we might suffer woes full many. They set their battle in array and fought by the swift ships, and each side hurled at the other with bronze-tipped spears. Now as long as it was morn and the sacred day was waxing, so long we held our ground and beat them off, though they were more than we. But when the sun turned to the time for the unyoking of oxen, then the Cicones prevailed and routed the Achaeans, and six of my well-greaved comrades perished from each ship; but the rest of us escaped death and fate. “Thence we sailed on, grieved at heart, glad to have escaped from death, though we had lost our dear comrades; nor did I let my curved ships pass on till we had called thrice on each of those hapless comrades of ours who died on the plain, cut down by the Cicones.


Συγγραφέας: Όμηρος

Γλώσσα : Αρχαία Ελληνικά

Γραμματειακό είδος: Έπος

x
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει την καλύτερη εμπειρία χρήσης. Θεωρούμε ότι αποδέχεστε την αποθήκευση όλων των cookies πατώντας το κουμπί "Αποδοχή"
Αποδοχή