Βιβλιοθήκη 3.5.1
Πρωτότυπο
Διόνυσος δὲ εὑρετὴς ἀμπέλου γενόμενος, Ἥρας μανίαν αὐτῷ ἐμβαλούσης περιπλανᾶται Αἴγυπτόν τε καὶ Συρίαν. καὶ τὸ μὲν πρῶτον Πρωτεὺς αὐτὸν ὑποδέχεται βασιλεὺς Αἰγυπτίων, αὖθις δὲ εἰς Κύβελα τῆς Φρυγίας ἀφικνεῖται, κἀκεῖ καθαρθεὶς ὑπὸ Ῥέας καὶ τὰς τελετὰς ἐκμαθών, καὶ λαβὼν παρ᾽ ἐκείνης τὴν στολήν, ἐπὶ Ἰνδοὺς διὰ τῆς Θράκης ἠπείγετο. Λυκοῦργος δὲ παῖς Δρύαντος, Ἠδωνῶν βασιλεύων, οἳ Στρυμόνα ποταμὸν παροικοῦσι, πρῶτος ὑβρίσας ἐξέβαλεν αὐτόν. καὶ Διόνυσος μὲν εἰς θάλασσαν πρὸς Θέτιν τὴν Νηρέως κατέφυγε, Βάκχαι δὲ ἐγένοντο αἰχμάλωτοι καὶ τὸ συνεπόμενον Σατύρων πλῆθος αὐτῷ. αὖθις δὲ αἱ Βάκχαι ἐλύθησαν ἐξαίφνης, Λυκούργῳ δὲ μανίαν ἐνεποίησε Διόνυσος. ὁ δὲ μεμηνὼς Δρύαντα τὸν παῖδα, ἀμπέλου νομίζων κλῆμα κόπτειν, πελέκει πλήξας ἀπέκτεινε, καὶ ἀκρωτηριάσας αὐτὸν ἐσωφρόνησε. τῆς δὲ γῆς ἀκάρπου μενούσης, ἔχρησεν ὁ θεὸς καρποφορήσειν αὐτήν, ἂν θανατωθῇ Λυκοῦργος. Ἠδωνοὶ δὲ ἀκούσαντες εἰς τὸ Παγγαῖον αὐτὸν ἀπαγαγόντες ὄρος ἔδησαν, κἀκεῖ κατὰ Διονύσου βούλησιν ὑπὸ ἵππων διαφθαρεὶς ἀπέθανε.
Μετάφραση στα Νέα Ελληνικά
Ο Διόνυσος ανακάλυψε το αμπέλι και, αφού η Ήρα τον έκανε να παραφρονήσει, περιπλανήθηκε στην Αίγυπτο και τη Συρία. Αρχικά τον υποδέχθηκε ο Πρωτέας, βασιλιάς των Αιγυπτίων, και έπειτα έφτασε στα Κύβελα της Φρυγίας. Εκεί, αφού εξαγνίσθηκε από τη Ρέα και μυήθηκε στα μυστήρια και πήρε από αυτήν την ενδυμασία του, θέλησε να προχωρήσει γρήγορα εναντίον των Ινδών διασχίζοντας τη Θράκη. Αλλά ο Λυκούργος, ο γιος του Δρύαντα και βασιλιάς των Ηδωνών, οι οποίοι κατοικούν κοντά στον Στρυμόνα ποταμό, τον προσέβαλε και τον έδιωξε. Ο Διόνυσος βρήκε καταφύγιο στη θάλασσα κοντά στη Θέτιδα, την κόρη του Νηρέα, ενώ οι μαινάδες αιχμαλωτίστηκαν μαζί με τους πολυάριθμους Σατύρους, που τον ακολουθούσαν. Μόλις οι Μαινάδες ξαφνικά απελευθερώθηκαν, ο Διόνυσος προκάλεσε μανία στον Λυκούργο. Και αυτός, μέσα στην παραφροσύνη του, τον γιο του, τον Δρύαντα, τον σκότωσε χτυπώντας τον με τσεκούρι, νομίζοντας ότι κλαδεύει αμπέλι, και αφού τον ακρωτηρίασε, ξαναβρήκε τα λογικά του. Αλλά επειδή η γη παρέμενε άγονη, έδωσε χρησμό ο θεός ότι θα καρποφορήσει, μονάχα αν θανατωθεί ο Λυκούργος. Στο άκουσμα αυτό οι Ηδωνοί τον οδήγησαν στο όρος Παγγαίο, όπου τον έδεσαν και εκεί, σύμφωνα με τη θέληση του Διονύσου, σκοτώθηκε, αφού κατασπαράχθηκε από άλογα.
Μετάφραση στα Αγγλικά
Dionysus discovered the vine, and being driven mad by Hera he roamed about Egypt and Syria. At first he was received by Proteus, king of Egypt, but afterwards he arrived at Cybela in Phrygia. And there, after he had been purified by Rhea and learned the rites of initiation, he received from her the costume and hastened through Thrace against the Indians. But Lycurgus, son of Dryas, was king of the Edonians, who dwell beside the river Strymon, and he was the first who insulted and expelled him. Dionysus took refuge in the sea with Thetis, daughter of Nereus, and the Bacchanals were taken prisoners together with the multitude of Satyrs that attended him. But afterwards the Bacchanals were suddenly released, and Dionysus drove Lycurgus mad. And in his madness he struck his son Dryas dead with an axe, imagining that he was lopping a branch of a vine, and when he had cut off his son's extremities, he recovered his senses. But the land remaining barren, the god declared oracularly that it would bear fruit if Lycurgus were put to death. On hearing that, the Edonians led him to Mount Pangaion and bound him, and there by the will of Dionysus he died, destroyed by horses.
Συνδεδεμένοι
μύθοι